ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

μερντιβάνι (ουσ. ουδ.) μερντιβάνι [merdiˈvani] Φάρασ., Φλογ. μερτιβάνι [mertiʹvani] Φάρασ. μερντιβάν' [merdiˈvan] Μαλακ. μερντουβάνι [merduˈvani] Αφσάρ., Τσουχούρ. μερντουβάν' [merduˈvan] Ουλαγ. μερντουβέν [merduˈven] Μισθ. μερντϋβένε [merdyʹvene] Αραβαν. μαρντουβάν' [marduˈvan] Μισθ. Από το τουρκ. (< περσ.) ουσ. merdiven = σκάλα, όπου και διαλεκτ. τύπ. merduvan. Πβ. ποντ. μερτιβένιν.
Σκάλα ό.π.τ. : Σόνα ιτό έβγι το μερντουβάν' απάνω (Έπειτα αυτός ανέβηκε την σκάλα) Ουλαγ. -Dawk. Ισ̑ύ Ανάστα γάλια ζολμονάς να φέρεις ντου μαρντουβάν' απ' νταή σ', να ορτώσουμ' πέντζ̑α̈ρα̈ (Εσύ Ανάστα μην ξεχάσεις να φέρεις την σκάλα απ' του θείου σου, για να επισκευάσουμε το παράθυρο) Μισθ. -Φατ. Θωρεί το κορ'τσόκκου, κάθιτι σο μερντουβάνι, κλαί' (Βλέπει το κοριτσάκι, κάθεται στη σκάλα και κλαίει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Να βγκεις σο κατσ̑ί ήτουνε πουά μερτιβάνα θαλώνα (Για να ανέβεις στο βράχο ήτανε πολλά πέτρινα σκαλιά) Φάρασ. -Ιορδαν. Τ' Άγια Βασ̑ίλα κειόταν σηή μέσα, με τα μερντιβάνια κατεβαίνισ̑καν (Η εκκλησία του Αγ. Βασιλείου ήταν υπόγεια, κατέβαιναν με τις σκάλες) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 || Φρ. -Kι αμ' πού να εύρουμ' μερντϋβένε; -Εγώ νίσ̑κουμαι μερντϋβένε! (-Και πού θα βρούμε σκάλα;-Εγώ γίνομαι σκάλα!˙ από παιδικό παιχνίδι με τα δάχτυλα του χεριού) Αραβαν. -Φωστ.