μεσαλής
(επίθ.)
μεσαλή
[mesaˈli]
Αξ.
Από το ουσ. μεσελές, όπου και τύπ. μεσελέ, και το παραγωγ. επιθμ. -λής με ανομοιωτ. αποβ. συλλαβής.
Ψεύτης
Συνών.
κομπωσιάρης, ψεματάς, ψεματιάρης, ψεύτης
Τροποποιήθηκε: 12/07/2025