μερτζιμελέκ
(ουσ. ουδ.)
Πληθ.
μερτζιμελέκια
[merdzimeˈleca]
Δίλ.
Από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. mercimelek = είδος φυτού (THADS, λ. mercimelek).
Είδος εδώδιμου χόρτου
:
Σώροβαμ’ μερτζιμελέκια και τρώισ̑καμ’
(Μαζεύαμε χόρτα και τρώγαμε)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887