μερχαμετσούζης
(επίθ.)
μερχαμετ͑σούζης
[merhametʰˈsuzis]
Φάρασ.
μερχαμετσούζ̑
[merxameˈtsuʒ]
Μαλακ.
μα̈ρχα̈μα̈τ͑σούζης
[mærhæmætʰˈsuzis]
Αφσάρ.
Θηλ.
μερχαμετ͑σούζα
[merhametʰˈsuza]
Φάρασ.
μα̈ρχα̈μα̈τ͑σούζα
[mærhæmætʰˈsuza]
Αφσάρ.
Ουδ.
μερχαμετ͑σούζι
[merhametʰˈsuzi]
Φάρασ.
μα̈ρχα̈μα̈τ͑σούζι
[mærhæmætʰˈsuzi]
Αφσάρ.
Από το τουρκ. επίθ. merhametsiz = άσπλαχνος.
1. Άσπλαχνος
ό.π.τ.
2. Αναξιοπρεπής
Φάρασ.