μεσαριά
(ουσ. θηλ.)
μεσαριά
[mesaˈrʝa]
Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ.
Από το μεσν. ουσ. μεσαριά.
Μέση
ό.π.τ.
:
Οdαγιού ντο μεσαριά με στέκνεις
(Μην στέκεσαι στην μέση του δωματίου)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Μάσαγιου dο όλωμα με dο σέκνεις, ντο μεσαριά τ’ σέκ’ το
(Στου τραπεζιού την άκρη μην το βάζεις, στην μέση βάλ’ το)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Γκαι το ο̈λΰ όπ’ έν’ μεσαριά
(Και ο νεκρός που είναι στην μέση)
Ουλαγ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Ας τον δώσω το αγιφόρι μου κατά την ηλικιάν του,
κι ας δώσω την ζωστρίdζα μου κατά τη μεσαριά του, (Aς του δώσω την φορεσιά μου που ταιριάζει στο μπόι του,
κι ας του δώσω την ζώνη μου που ταιριάζει στη μέση του) Τελμ. -Lag. Επάνω βίγλα πάρθηκεν | η κάτω αποκοιμάται
της μεσαριάς εστράγγισε (…)| παιδιά, πάρθην’ η πόλις ((Η πάνω βίγλα πάρθηκε, | η κάτω είναι κοιμισμένη
στη μέση στράγγισε (το αίμα) | παιδιά, η πόλη πάρθηκε)) Σινασσ. -Ρίζ.
κι ας δώσω την ζωστρίdζα μου κατά τη μεσαριά του, (Aς του δώσω την φορεσιά μου που ταιριάζει στο μπόι του,
κι ας του δώσω την ζώνη μου που ταιριάζει στη μέση του) Τελμ. -Lag. Επάνω βίγλα πάρθηκεν | η κάτω αποκοιμάται
της μεσαριάς εστράγγισε (…)| παιδιά, πάρθην’ η πόλις ((Η πάνω βίγλα πάρθηκε, | η κάτω είναι κοιμισμένη
στη μέση στράγγισε (το αίμα) | παιδιά, η πόλη πάρθηκε)) Σινασσ. -Ρίζ.