μέση
(ουσ. θηλ.)
μέση
[ˈmesi]
Αφσάρ., Καρατζάβ., Κίσκ., Ποτάμ., Σινασσ., Τελμ., Τσουχούρ., Φάρασ., Φλογ.
μέσ̑η
[ˈmeʃi]
Αξ., Αραβαν., Σίλ.
μέσ'
[mes]
Μισθ.
μέσ̑'
[meʃ]
Αραβαν.
μεσ̑ού
[meˈʃu]
Τελμ.
Από το αρχ. ουσ. μέση.
1. Το μέσον, τον κέντρο ενός διαστήματος ή το μισό μιας ποσότητας
ό.π.τ.
:
Ήφαραν πάλι το πριστιέρι σου σ̑εχ̇ερού τη μέση τσ̑αι ’φήκαν τα δεύτ’ρου πάλι να ουσ̑τιέσει
(Έφεραν πάλι το περιστέρι στη μέση της πόλης και το άφησαν πάλι για δεύτερη φορά να πετάξει)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Μ.
Ο Δεσπότ’ μο τον παπά ’πόμειναν σης στρἀτας τη μἐση
(Ο Δεσπότης με τον παπά απόμειναν στην μέση του δρόμου)
Καρατζάβ.
-Παπαδ.
Γεμώνκαν τα το κοτσί σα ντάια, κουβαλούγκαν τα σο σπίτι, φτσαιρέγκαν τα σου χαυλού τη μέση
(Γέμιζαν με το σιτάρι τα τσουβάλια, τα κουβαλούσαν στο σπίτι, τα άδειαζαν στην μέση της αυλής)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Οι τζιράχοι πιάγαν, έφκωσαν του Πάσχα το τραπέζι ση μέση
(Οι μαθητές πήγαν, έστρωσαν το τραπέζι του Πάσχα στη μέση)
Φάρασ.
-Lag.
Θεγκνείνgανι ση μέση της εκκλεσίας το μέγα το τέιστι
(Τοποθετούσαν στη μέση της εκκλησίας το μεγάλο δοχείο)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
’γώ ’ρέ τεδέ έχω τη σι-έση ση μέση· με τούς ’άν’τα ’φήκω τζ̑αι να υπάγω να ιδώ τη μα μου;
(Εγώ τώρα λοιπόν, να, έχω το διασίδι στη μέση· μα πώς θα το αφήσω και θα πάω να δω την μάνα μου;)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
|| Φρ.
'ς μέση
(Στη μέση˙ για έργα, ατελής, ανολοκλήρωτος)
Φάρασ., Τσουχούρ.
-Dawk.
Βγκάλλω τον ’σ’ τη μέση
(Τον βγάζω από την μέση˙ τον σκοτώνω)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Λείπω ’σ’ τη μέση
(Λείπω από την μέση˙ φεύγω)
Φάρασ.
-Παπαδ.
’α ν’ τα μοιραστούμε ’ς τη μέση
(Θα τα μοιραστούμε στη μέση˙ Θα τα μοιραστούμε μισά-μισά)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
T’ ράχη μ’ μέσ’
(Της ράχης μου η μέση˙ η ραχοκοκκαλιά)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Ας μουν ’ς το σον μέσ’ γιαβόλ’
(Ας μπουν μέσα σου διάβολοι˙ βρισιά)
Αξ.
-ΙΛΝΕ 1555
Σ’ αν γκόσ̑ινον 'bέσου έχω α σουρού βέκε τσ̑αι ση μέση α ναίκα
((Μέσα σ' ένα κόσκινο έχω ένα σωρό αστέρια, και στη μέση μιά γυναίκα)˙ Ο ουρανός, τα άστρα και η σελήνη)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Ασμ.
Αν σε δείξω την τέντα μου πολύ θε να τρομάξεις
όλο τριγύρω πράσινα κ’ η μέση του βαμμένη ((Αν σου δείξω την σκηνή μου, πολύ θα τρομάξεις
όλο τριγύρω πράσινα κι η μέση βαμμένη)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αναμεσαριά, μεϊντάνι :2, ορταλίκι
όλο τριγύρω πράσινα κ’ η μέση του βαμμένη ((Αν σου δείξω την σκηνή μου, πολύ θα τρομάξεις
όλο τριγύρω πράσινα κι η μέση βαμμένη)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. αναμεσαριά, μεϊντάνι :2, ορταλίκι
β.
Η γεν. με σημασία επιθ., αυτός που βρίσκεται στο μέσον, μεσαίος
Αφσάρ., Ποτάμ., Φάρασ.
:
'ς μέσης ο υιό μου
(Ο μεσαίος μου γιος
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
'ς μέσης του η κόρη
(Η μεσαία του κόρη
)
Φάρασ.
-Ανδρ.
'ζ μέσης αδερφός
(Ο μεσαίος αδερφός
)
Αφσάρ.
-Dawk.
'ζ μέσης το δαχτύλι
(Το μεσαίο δάχτυλο, ο μέσος
)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-ΚΠ344Β
Του μέσης το σπίτ’
(Το μεσαίο δωμάτιο, ανάμεσα στην αποθήκη και το δωμάτιο του ταντουριού
)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ322
Το μέγο τουν αδεφός έμπη σο πρώτον τη στράτα, ‘σ μέσης τουν έμπην σο δεύτερο τη στράτα τζ̑αι το μιτσίκκο αδεφός έμπην σο τρίτον τη στράτα
(Ο μεγάλος αδελφός μπήκε στον πρώτο δρόμο, ο μεσαίος στον δεύτερο και ο μικρός στον τρίτο δρόμο
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
’έμωσανε ζ’ μέσης του κοριτσού τη χούφτα λίρες
(Γέμισαν τη χούφτα του μεσαίου κοριτσιού με λίρες
)
Φάρασ.
-Dawk.
2. Ειδικότ., η μέση ανθρώπου ή ζώου
ό.π.τ.
:
Έχου ένα πόνου στσ̑η μέσ̑η μου
(Έχω έναν πόνο στην μέση μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ση μεσ̑ού τ'
(Στη μέση του)
Τελμ.
-Dawk.
Μέσ̑ης μου καμούχι
(Το οστό της μέσης μου)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Ασ’ το μέσ̑η τ’ κι απάνω
(Από την μέση του και πάνω)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Και τα μόν’ τα μαλλιά ήσαν μεγάλα (…), ερχούσαν ίσιαμ’ την μέση μ’ και κάτω
(Και τα δικά μου τα μαλλιά ήταν μεγάλα (…), έφταναν μέχρι την μέση μου και (πιο) κάτω)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Ασμ.
Τα 'δρά τα μασ̑αίρε κρέμασαν σα μέσε τουν
(Κρέμασαν τα μεγάλα μαχαίρια στην μέση τους)
Φάρασ.
-Κελεκ.
Κι έδεσαν τα χέρια του μ’ επτά λόγια αλυσίδας
έρραψαν και τα μάτια του μ’ επτά λόγια μετάξια
ση μέση του εκρέμασαν τού μύλου το λιθάρι (Κι έδεσαν τα χέρια του μ' εφτά λογιών αλυσίδες
έρραψαν και τα μάτια του με εφτά λογιών μεταξωτό νήμα
στη μέση του εκρέμασαν μιά μυλόπετρα) Σινασσ. -Lag. Συνών. μέσα
έρραψαν και τα μάτια του μ’ επτά λόγια μετάξια
ση μέση του εκρέμασαν τού μύλου το λιθάρι (Κι έδεσαν τα χέρια του μ' εφτά λογιών αλυσίδες
έρραψαν και τα μάτια του με εφτά λογιών μεταξωτό νήμα
στη μέση του εκρέμασαν μιά μυλόπετρα) Σινασσ. -Lag. Συνών. μέσα
3. Συνοδευόμενη από κτητ. αντων. η λ., με επιρρηματ. σημασία δηλώνει τόπο, εντός, μέσα
Αξ., Αραβαν., Μισθ., Ουλαγ., Τελμ., Φλογ.
:
Ντα βάλια κλώχ'νι, κλώχ'νι, αν βρίσκ'νι, λερό, νταλντούν μέσ̑η τ'
(Τα βουβάλια τριγυρίζουν, τριγυρίζουν, αν βρουν νερό, βουτούν μέσα του)
Μισθ.
-Φατ.
Τράν’σαμε ένα μικρό οτομομπίλε και μέση τ’ είχεν τρία ανθρώπ’ κι ένα μάκινατζη
(Είδαμε ένα αυτοκίνητο και μέσα ήταν τρεις άνθρωποι και ένας οδηγός)
Φλογ.
-ΚΜΣ-Έξοδος Β
Πολύ χορτάρ’ μέσ̑η τ’, ας doυ σωρόψουμ’
(Πολλά χορτάρια έχει μέσα (το χωράφι), ας το μαζέψουμε)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Να μεί λερό μέση τ'νι να βράσ'νι
(Να μπει νερό μέσα τους για να βράσουν, ενν. τα γιουβαρλάκια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
’ς τα χέρια τ’ είχεν gι ένα ξερό κελέμ‘, τ’ μέσ̑η τ’ όφκαιρο
(Στα χέρια του είχε κι ένα ξερό κολοκύθι, το μέσα του άδειο)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ἐβγη απ’ μέσ̑η τ’ ένα αράπ’
(Βγήκε από μέσα του, ενν. από το μαγικό ρόπαλο, ένας αράπης)
Ουλαγ.
-Dawk.
Χέκε και το γιαυτό τ’ ζ μέσ̑η τ’ το σανdî́χ’
(Έβαλε και τον εαυτό της, μπήκε και η ίδια, μέσα στο σεντούκι)
Αξ.
-Dawk.
Διακόσ̑α τριακόσ̑α ονομάτ' ούλα σ' ένα χορός μέση τ'νε δυό ναίκες ασ' ένα γιάν', δυό ναίκες ασ' τ΄ άλλο το γιάν' τραγουδούν
(Διακόσιοι άνθρωποι ένας χορός, και στη μέση τους δύο γυναίκες από την μία πλευρά, δύο γυναίκες από την άλλη πλευρά τραγουδούν)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
|| Παροιμ.
Κόσμος αν gαεί εγώ σ̑η μέσ̑η τ’ ένα σ̑έι dεν έχω
(Ο κόσμος κι αν καεί εγώ μέσα του δεν έχω τίποτα˙ όταν δεν έχουμε προσωπικό συμφέρον αδιαφορούμε)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ένα τ͑αχτά πάνω, ένα τ͑αχτά κάτω, μέση τ’ τσ̑είντι ένα οροπούσα
(Ένα ξύλο πάνω, ένα ξύλο κάτω, στη μέση βρίσκεται μιά πόρνη˙ η χελώνα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
|| Ασμ.
Nα επήρα του χάρου τα κλειδιά, του παραδείσου τ’ ανοιχτήρια,
να ήνοιξα τον παράδεισον, και να είδα ση μέση του ποίοι είνται (Nα έπαιρνα του Χάρου τα κλειδιά, του Παραδείσου τα κλειδιά
Nα άνοιγα τον Παράδεισο και να έβλεπα μέσα του ποιοι είναι) Τελμ. -Lag. Συνών. απέσω, μέσα
να ήνοιξα τον παράδεισον, και να είδα ση μέση του ποίοι είνται (Nα έπαιρνα του Χάρου τα κλειδιά, του Παραδείσου τα κλειδιά
Nα άνοιγα τον Παράδεισο και να έβλεπα μέσα του ποιοι είναι) Τελμ. -Lag. Συνών. απέσω, μέσα