ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

αναμεσαριά (ουσ. θηλ.) αναμεσαριά [anamesaˈrʝa] Ανακ. Από το πρόθμ. ανα- και το ουσ. μεσαριά = μεσαίο τμήμα.
Μέση, κέντρο ή ενδιάμεσο Ανακ. : Είχαμε και Α-Γιώργης, σο Γιλανdζί μαχλεσί, σο χωριό στην αναμεσαριά (Είχαμε και εκκλησία του Αγ. Γεωργίου, στην συνοικία Γιλαντζί, στην μέση του χωριού) Ανακ. -ΚΜΣ-ΚΠ151 || Ασμ. Τα ήσαν μπρος γυρίστανε, τα ήσαν πίσω στάθαν,
τα ήσαν σην αναμεσαριά στάθαν κι αναρωτιένdαι
((Αυτοί που ήταν μπροστά γύρισαν, αυτοί που ήταν πίσω στάθηκαν,
αυτοί που ήταν στην μέση στάθηκαν κι αναρωτιόντουσαν))
Ανακ. -ΙΛΝΕ 374
Τά 'ρταν ομbρόν επέρασαν, τά 'σαν οπίσω στάθαν,
τά 'σαν στην αναμεσαριά στάθαν κι αναρωτούνε
((Αυτοί που πήγαιναν μπροστά πέρασαν, αυτοί που ήταν πίσω στάθηκαν,
αυτοί που ήταν στην μέση στάθηκαν κι αναρωτιούνται))
Ανακ. -Θέρ.Ακρ.
Συνών. μέση, ορταλίκι