ανακλώθω
(ρ.)
ανακλώθω
[anaˈkloθo]
Σινασσ.
'νενgώθω
[ˈneŋgoθo]
Τσουχούρ., Φάρασ.
ανακλώνου
[anaˈklonu]
Μαλακ., Μισθ.
Παρατατ.
'νενgώνκα
[neŋˈgoŋka]
Τσουχούρ., Φάρασ.
Αόρ.
ανάκλωσα
[aˈnaklosa]
Μισθ.
ανάκλουσα
[aˈnaklusa]
Μαλακ.
'νένgωσα
[ˈneŋgosa]
Φάρασ.
'νένgουσα
[ˈneŋgusa]
Τσουχούρ.
Από το μεταγν. ρ. ἀνακλώθω = στρίβω το νήμα της ζωής. O τύπ. ανακλώνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω βάσει του αορ.
1. Μτβ., διπλώνω το νήμα
Μαλακ., Μισθ.
:
Ανάκλωσα ντου νήμα
(Δίπλωσα το νήμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Συνών.
μπιουκτώ :2
2. Αμτβ., τριγυρίζω, περιφέρομαι
ό.π.τ.
:
Πάλι αdζ̑ειν' ο βασιλός, του κόνσεν το μαχτσούμι, μο ντο βεζίρην 'ντάμα, νενgώθουνε πάλι σο τεgι̂́ρι
(Πάλι εκείνος ο βασιλιάς, που είχε εκθέσει το μωρό, μαζί με τον βεζίρη ταξιδεύουν στην περιοχή)
Φάρασ.
-Dawk.
Φοντές 'νενgώνκαμ' εδώ τζ̑αι 'τζ̑εί, έβγαν 'γνένdα μας πένdε κλέφτοι
(Ενώ περιφερόμασταν εδώ κι εκεί, συναντηθήκαμε με πέντε ληστές)
Φάρασ.
-Αρχέλ.
'φότες 'νενgωθήνκε σο 'μπέλιν 'πέσου τζαι τρώνκε σταφύλα̈, είδεν τα του 'μπελού αφτέν'
(Καθώς τριγύριζε μέσα στο αμπέλι και έτρωγε σταφύλια, την είδε (ενν. την χελώνα) ο κύριος του αμπελιού)
Φάρασ.
-Θεοδ.Παραδ.
Χιτάτε, να υπάμε να 'νενgώσωμε
(Ελάτε να πάμε μιά βόλτα)
Φάρασ.
-Dawk.
|| Παροιμ.
Ηύρες χωρίος θεχούς στσ̑ύλου τσ̑αι 'νενgώθεις θεχούς ραβντού
(Βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί˙ για εκείνους που κάνουν ό,τι θέλουν μόνο όταν δεν υπάρχει κάποιος να τους εκφοβίσει)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
γκεζιντώ, γυρίζω, κλωθαρίζω, ντελάζομαι
3. Μτβ., αναζητώ
ό.π.τ.
:
Το 'ίδι αυτέν' του 'νένgουσίν ντα
(Ο ιδιοκτήτης της κατσίκας την αναζήτησε)
Τσουχούρ.
-Dawk.
'νένgουσαν ντα, τζ̑ο πόρκανι ντα ναύρουνι
(Την αναζήτησαν, δεν μπόρεσαν να την βρουν)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Η μα του 'νενgώθει α μαχανάς νά υπά τεμέκ ντα γιοχλατήσει
(Η μάνα της αναζητά μιά αφορμή να πάει, τάχα να την αποχαιρετήσει)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Συνών.
αραντίζω, γυρεύω, ντιλεύω, παραμυρίζω :2, ταρκουρώ