ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

ανακλώθω (ρ.) ανακλώθω [anaˈkloθo] Σινασσ. 'νενgώθω [ˈneŋgoθo] Τσουχούρ., Φάρασ. ανακλώνου [anaˈklonu] Μαλακ., Μισθ. Παρατατ. 'νενgώνκα [neŋˈgoŋka] Τσουχούρ., Φάρασ. Αόρ. ανάκλωσα [aˈnaklosa] Μισθ. ανάκλουσα [aˈnaklusa] Μαλακ. 'νένgωσα [ˈneŋgosa] Φάρασ. 'νένgουσα [ˈneŋgusa] Τσουχούρ. Από το μεταγν. ρ. ἀνακλώθω = στρίβω το νήμα της ζωής. O τύπ. ανακλώνω με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -νω βάσει του αορ.
1. Μτβ., διπλώνω το νήμα Μαλακ., Μισθ. : Ανάκλωσα ντου νήμα (Δίπλωσα το νήμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Συνών. μπιουκτώ :2
2. Αμτβ., τριγυρίζω, περιφέρομαι ό.π.τ. : Πάλι αdζ̑ειν' ο βασιλός, του κόνσεν το μαχτσούμι, μο ντο βεζίρην 'ντάμα, νενgώθουνε πάλι σο τεgι̂́ρι (Πάλι εκείνος ο βασιλιάς, που είχε εκθέσει το μωρό, μαζί με τον βεζίρη ταξιδεύουν στην περιοχή) Φάρασ. -Dawk. Φοντές 'νενgώνκαμ' εδώ τζ̑αι 'τζ̑εί, έβγαν 'γνένdα μας πένdε κλέφτοι (Ενώ περιφερόμασταν εδώ κι εκεί, συναντηθήκαμε με πέντε ληστές) Φάρασ. -Αρχέλ. 'φότες 'νενgωθήνκε σο 'μπέλιν 'πέσου τζαι τρώνκε σταφύλα̈, είδεν τα του 'μπελού αφτέν' (Καθώς τριγύριζε μέσα στο αμπέλι και έτρωγε σταφύλια, την είδε (ενν. την χελώνα) ο κύριος του αμπελιού) Φάρασ. -Θεοδ.Παραδ. Χιτάτε, να υπάμε να 'νενgώσωμε (Ελάτε να πάμε μιά βόλτα) Φάρασ. -Dawk. || Παροιμ. Ηύρες χωρίος θεχούς στσ̑ύλου τσ̑αι 'νενgώθεις θεχούς ραβντού (Βρήκες το χωριό χωρίς σκυλί και γυρίζεις χωρίς ραβδί˙ για εκείνους που κάνουν ό,τι θέλουν μόνο όταν δεν υπάρχει κάποιος να τους εκφοβίσει) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. γκεζιντώ, γυρίζω, κλωθαρίζω, ντελάζομαι
3. Μτβ., αναζητώ ό.π.τ. : Το 'ίδι αυτέν' του 'νένgουσίν ντα (Ο ιδιοκτήτης της κατσίκας την αναζήτησε) Τσουχούρ. -Dawk. 'νένgουσαν ντα, τζ̑ο πόρκανι ντα ναύρουνι (Την αναζήτησαν, δεν μπόρεσαν να την βρουν) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Η μα του 'νενgώθει α μαχανάς νά υπά τεμέκ ντα γιοχλατήσει (Η μάνα της αναζητά μιά αφορμή να πάει, τάχα να την αποχαιρετήσει) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. Συνών. αραντίζω, γυρεύω, ντιλεύω, παραμυρίζω :2, ταρκουρώ