ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραμυρίζω (ρ.) παραμυρώ [paramiˈro] Φάρασ. Υποτ. παραμυρίσω [paramiˈrisi] Φάρασ. παρ’μυρίσω [parmiˈrisi] Φάρασ. Προστ. Εν. παραμύρα [paraˈmira] Από το πρόθμ. παρα- και το ρ. μυρίζω, όπου τύπ. μυράου με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -άου/-ώ λόγω της ομοηχίας των αορ. δομών τους.
1. Για ζώο, μυρίζω με το ρύγχος μου εδώ κι εκεί Φάρασ. : Τσ̑’ απού πήγε απόκκος να παραμυρίσει, τζ̑ένd’σεν ντα ο νομάτ μο ντο σακκοράφι (Kι όταν πήγε η αλεπού να μυρίσει εδώ κι εκεί, ο άνθρωπος την τρύπησε με την σακκοράφα) Φάρασ. -Dawk.
2. Ερευνώ, αναζητώ Φάρασ. : Παραμυρώ να ναύρω (αναζητώ για να βρω) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. ανακλώθω, αραντίζω, γυρεύω, ντιλεύω, ταρκουρώ