παραμυρώ
(ρ.)
παραμυρώ
[paramiˈro]
Φάρασ.
Υποτ.
παραμυρίσω
[paramiˈrisi]
Φάρασ.
Προστ. Εν.
παραμύρα
[paraˈmira]
Φάρασ.
Από το πρόθμ. παρα- και το ρ. μυρίζω, όπου και τύπ. μυράου με μεταπλ. κατά τα ρ. σε -ώ .
1. Για ζώο, μυρίζω με το ρύγχος μου εδώ κι εκεί
Φάρασ.
:
Είπαν dι κι οι καρτσ̑ουλιέγκοι «Άμ’, παραμύρα, να ιδούμε, νομάτ’ ένι»
(Είπαν οι ανθρωποφάγοι δράκοι «Πήγαινε να μυρίσεις να δούμε αν υπάρχει άνθρωπος»)
Φάρασ.
-Dawk.
Τσ̑’ απού πήγε απόκκος να παραμυρίσει, τζ̑ένd’σεν ντα ο νομάτ' μο ντο σακκοράφι
(Kι όταν πήγε η αλεπού να μυρίσει εδώ κι εκεί, ο άνθρωπος την τρύπησε με την σακκοράφα)
Φάρασ.
-Dawk.
Πβ.
μυρίζω :1
2. Ερευνώ, αναζητώ
Φάρασ.
:
Παραμυρώ να ναύρω
(Ψάχνω να βρώ)
Φάρασ.
-Ανδρ.
Συνών.
ανακλώθω, αραντίζω, γυρεύω :1, ντιλεύω, ταρκουρώ
Τροποποιήθηκε: 11/07/2025