ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραμυρώ (ρ.) παραμυρώ [paramiˈro] Φάρασ. Υποτ. παραμυρίσω [paramiˈrisi] Φάρασ. Προστ. Εν. παραμύρα [paraˈmira] Φάρασ. Από το πρόθμ. παρα- και το ρ. μυρίζω, όπου και τύπ. μυράου με μεταπλ. κατά τα ρ. σε .
1. Για ζώο, μυρίζω με το ρύγχος μου εδώ κι εκεί Φάρασ. : Είπαν dι κι οι καρτσ̑ουλιέγκοι «Άμ’, παραμύρα, να ιδούμε, νομάτ’ ένι» (Είπαν οι ανθρωποφάγοι δράκοι «Πήγαινε να μυρίσεις να δούμε αν υπάρχει άνθρωπος») Φάρασ. -Dawk. Τσ̑’ απού πήγε απόκκος να παραμυρίσει, τζ̑ένd’σεν ντα ο νομάτ' μο ντο σακκοράφι (Kι όταν πήγε η αλεπού να μυρίσει εδώ κι εκεί, ο άνθρωπος την τρύπησε με την σακκοράφα) Φάρασ. -Dawk. Πβ. μυρίζω :1
2. Ερευνώ, αναζητώ Φάρασ. : Παραμυρώ να ναύρω (Ψάχνω να βρώ) Φάρασ. -Ανδρ. Συνών. ανακλώθω, αραντίζω, γυρεύω :1, ντιλεύω, ταρκουρώ
Τροποποιήθηκε: 11/07/2025