παραπάνω
(επίρρ.)
παραπάνω
[paraʹpano]
Σινασσ., Τελμ., Φερτάκ.
παραπάνου
[paraˈpanu]
Μαλακ., Σίλ.
Από το μεσν. επίρρ. παραπἀνω.
1. Τοπικό επίρρημα, πιο πάνω, παραπάνω
ό.π.τ.
:
Νιούγου παραπάνου
(Λίγο πιο πάνω)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Συνών.
παράνου
2. Ποσοτικό επίρρημα, περισσότερο
:
Όποιος δίνισκε παραπάνω εκείνος τό 'καφτε
(Όποιος έδινε παραπάνω (χρήματα) εκείνος την άναβε (την φωτιά των Φώτων))
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ο Θεός ας δώσει παραπάνω τα διπλά τ’ που με έρριψαν σο νου τ'νε και μέ έφεραν αυτά τα λεφτά
(Ο Θεός ας δώσει παραπάνω από τα διπλάσια σε αυτούς που με σκέφτηκαν και μου έφεραν αυτά τα λεφτά)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Φρ.
Ο Θεός να σε το πλερώσ’ με το παραπάνω
(Ο Θεός να σου το ξεπληρώσει με το παραπάνω˙ ευχή προς ευεργέτη)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025