ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραπούλι (ουσ. ουδ.) παρπούλι [par’puli] Φάρασ. παραγούζ΄ [paraˈɣuz] Φλογ. Νεότ. παραπούλι, το οπ. από το τουρκ. διαλεκτ. ουσ. perpil = αγριοστάφυλο (Tietze 2016: λ. perpil). Εναλλακτικά, από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. γούλι = μίσχος φυτών/είδος λάχανου/ο ποδίσκος της σταφυλής όπου και διαλεκτ. τύπ. βούλ-λι, μούλ-λι (βλ. ΙΛΝΕ λ. γουλί Α1β-γ, 2).
1. Παραφυάδα αμπελιού Φλογ.
2. Αγριοστάφυλο Φάρασ.