παράνου
(επίρρ.)
παράνου
[paˈranu]
Φάρασ.
Από το πρώιμ. μεσν. επίρρ. παράνω.
Τοπικό επίρρημα, πιο πάνω, πιο πέρα
:
Πήρεν ντο φτερόν ντου, έβγκην παράνου
(Πήρε το φτερό του και προχώρησε παραπέρα)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
παραπάνω
Τροποποιήθηκε: 01/08/2025