παράνου
(επίρρ.)
παράνου
[paˈranu]
Φάρασ.
Από το πρώιμ. μεσν. επίρρ. παράνω.
Μπροστά, παραπάνω
:
Πήρεν ντο φτερόν ντου, έβγκην παράνου
(πήρε το φτερό του και πήγε παραπάνω)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
παραπάνω