ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παράνου (επίρρ.) παράνου [paˈranu] Φάρασ. Από το πρώιμ. μεσν. επίρρ. παράνω.
Τοπικό επίρρημα, πιο πάνω, πιο πέρα : Πήρεν ντο φτερόν ντου, έβγκην παράνου (Πήρε το φτερό του και προχώρησε παραπέρα) Φάρασ. -Dawk. Συνών. παραπάνω
Τροποποιήθηκε: 01/08/2025