παραμάνα
(ουσ. θηλ.)
παραμάνα
[paraˈmana]
Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
παράμανα
[paˈramana]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. παραμάνα, το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. μάνα.
2. Μητρυιά
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
:
Βά τ' δοικιέται και φέρισ̑κεν τα ένα παραμάνα
(Ο πατέρας τους παντρεύτηκε, και τους έφερε μιά μητρυιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Συνών.
αναλίκι, Πβ.
παράβαβας, παράδελφος
3. Το τελευταίο υπόλειμμα του ζυμαριού, που το μάζευε η γυναίκα ξύνοντας τη σκάφη
Φλογ.