ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραμάνα (ουσ. θηλ.) παραμάνα [paraˈmana] Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ. παράμανα [paˈramana] Μισθ. Νεότ. ουσ. παραμάνα, το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. μάνα.
1. Τροφός, παραμάνα Γούρδ., Σίλ., Φάρασ. Συνών. αναλίκι
2. Μητρυιά Μαλακ., Μισθ., Φλογ. : Βά τ' δοικιέται και φέρισ̑κεν τα ένα παραμάνα (Ο πατέρας τους παντρεύτηκε, και τους έφερε μιά μητρυιά) Φλογ. -ΙΛΝΕ 812 Συνών. αναλίκι, Πβ. παράβαβας, παράδελφος
3. Το τελευταίο υπόλειμμα του ζυμαριού, που το μάζευε η γυναίκα ξύνοντας τη σκάφη Φλογ.