παραμάνα
(ουσ. θηλ.)
παραμάνα
[paraˈmana]
Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Σίλ., Φάρασ., Φλογ.
παράμανα
[paˈramana]
Μισθ.
Νεότ. ουσ. παραμάνα, το οπ. από το πρόθμ. παρα- και το ουσ. μάνα.
2. Μητρυιά
Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
:
Βά τ' δοικιέται και φέρισ̑κεν τα ένα παραμάνα
(Ο πατέρας τους παντρεύτηκε, και τους έφερε μιά μητρυιά)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Παραμάνα σ', λέ, είπι να σι σκοτώσουμ'
(Η μητρυά σου, λέει, είπε να σε σκοτώσουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Συνών.
αναλίκι, Πβ.
παράβαβας, παράδελφος
3. Το υπόλειμμα του ζυμαριού, που μαζευόταν ξύνοντας τη σκάφη
Φλογ.
4. Καρφίτσα, παραμάνα
Μισθ., Σίλ.
:
Τσάλντανα δου μι παραμάνα
(Την έπιανα, την στένευα (ενν. τη φούστα) με παραμάνα)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
κιτσάνι
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025