παραλάλημα
(ουσ. ουδ.)
παραλάλημα
[paraˈlalima]
Μαλακ.
Μεσν. ουσ. παραλάλημα. Η λ. Πόντ.
Παραλήρημα, παραμιλητό κατά τον ύπνο
Μαλακ.