παραθύρι
(ουσ. ουδ.)
παραθύρι
[paraʹθiri]
Μαλακ., Σινασσ.
Πληθ.
πανατύρια
[panaˈtirʝa]
Μισθ.
Από το μεταγν. ουσ. παραθύριον.
1. Ανοίγματα, σκισίματα της παραδοσιακής φορεσιάς
Μισθ.
2. Παράθυρο
Μαλακ., Σινασσ.
:
Η γειτονιά κρεμάστην ασ' τα παραθύρια κι ασ' τα δώματα και τράνανάν σας με δέκα μάτια
(Όλη η γειτονιά κρεμάστηκε από τα παράθυρα και τις ταράτσες και σας κοίταζαν με δέκα μάτια)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
|| Ασμ.
Πέρασα απ' ένα γεφύρι κι είδα μια στο παραθύρι
κέντανε το κέντημά της και η μάνα της κοντά της (Πέρασα από ένα γεφύρι και είδα μια κοπέλα στο παράθυρο
κένταγε το κέντημά της και είχε τη μάνα της κοντά της) Σινασσ. -Ρίζ. Συνών. πέντζερε
κέντανε το κέντημά της και η μάνα της κοντά της (Πέρασα από ένα γεφύρι και είδα μια κοπέλα στο παράθυρο
κένταγε το κέντημά της και είχε τη μάνα της κοντά της) Σινασσ. -Ρίζ. Συνών. πέντζερε
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025