ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραθύρι (ουσ. ουδ.) παραθύρι [paraʹθiri] Μαλακ., Σινασσ. Πληθ. πανατύρια [panaˈtirʝa] Μισθ. Από το μεταγν. ουσ. παραθύριον.
1. Ανοίγματα, σκισίματα της παραδοσιακής φορεσιάς Μισθ.
2. Παράθυρο Μαλακ., Σινασσ. : Η γειτονιά κρεμάστην ασ' τα παραθύρια κι ασ' τα δώματα και τράνανάν σας με δέκα μάτια (Όλη η γειτονιά κρεμάστηκε από τα παράθυρα και τις ταράτσες και σας κοίταζαν με δέκα μάτια) Σινασσ. -Τακαδόπ. || Ασμ. Πέρασα απ' ένα γεφύρι κι είδα μια στο παραθύρι
κέντανε το κέντημά της και η μάνα της κοντά της
(Πέρασα από ένα γεφύρι και είδα μια κοπέλα στο παράθυρο
κένταγε το κέντημά της και είχε τη μάνα της κοντά της)
Σινασσ. -Ρίζ.
Συνών. πέντζερε
Τροποποιήθηκε: 02/08/2025