παράδομα
(ουσ. ουδ.)
παράδομα
[paʹraðoma]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. παράδομα = κατάθεση για φύλαξη (Λεξ. Κριαρ.).
Γάμος
Τροποποιήθηκε: 03/08/2025