παράδομα
(ουσ. ουδ.)
παράδομα
[paʹraðoma]
Φάρασ.
Από το νεότ. ουσ. παράδομα = κατάθεση για φύλαξη (Λεξ. Κριαρ.).
Γάμος
Συνών.
εβλέντημα, ευλόγημα :2, νικιάχι, στέφανα, χαρά :2
Τροποποιήθηκε: 13/05/2025