ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρακαμίνα (ουσ. θηλ.) παρακαμίνα [parakaˈmina] Τσουχούρ., Φάρασ. παρ'καμίνα [parkaˈmina] Αφσάρ., Φάρασ., Φκόσ. παρ'gαμίνα [pargaˈmina] Φάρασ. πρακαμίνα [prakaˈmina] Κίσκ. Από την αρχ. πρόθ. παρά και το μεσν. ουσ. καμίνι(ν) (< αρχ. κάμινος) με ανομοιωτική αποβολή του [a] εντός της λέξης (Ανδριώτης 1948: 24). Ο τύπος πρακαμίνα με μετάθ. του [r]. Πβ. τουρκ. διαλεκτ. ουσ. parakamı = τζάκι, ως δάν. από την ελλ.
1. Παραστιά, τζάκι ό.π.τ. : Σο καρά κίσι, πην’ τζ΄ο παππούκα μου να φέρει ξύα να κάψει σ’ ην παρκαμίνα (Στο καταχείμωνο πήγε ο παππούς μου να φέρει ξύλα για το τζάκι) Φάρασ. -Παπαδ. Καθόνdαν α ‘ναίκα 'ς παρακαμίνας το κάχι (καθόταν μιά γυναίκα στην άκρη της παραστιάς) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Η νύφη να 'φκώσει τα μινdέρα σην παρκαμίνα μπρό να κάτσουνι τα 'δρά οι νομάτοι (Η νύφη έπρεπε να βάλει μαξιλαράκια στο τζάκι μπροστά να κάτσουν οι ηλικιωμένοι!) Τσουχούρ. -ΑΠΥ-Bağr. || Παροιμ. Η παρκαμίνα 'ποχρίστη, η π'ροστιά 'υρίστη (το τζάκι ξελασπώθηκε, η πυροστιά αναποδογύρισε˙ από πασχαλινό άσμα· λεγόταν όταν κάποιος οικείος έμπαινε σε ένα σπίτι και το έβρισκε ακατάστατο) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. Συνών. κάπνη, κουράς, μπουχαρί, οτζάκι
2. Ο χώρος όπου βρίσκεται η εστία του σπιτιού Φκόσ.