ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παρακαλώ (ρ.) παρακαλώ [paraka'lo] Καππ. παρακαλώου [paraka'lou] Φάρασ. περικαλώ [perika'lo] Ανακ., Σινασσ. Παρατατ. παρακάλεινα [paraˈkalina] Αραβαν., Γούρδ. Αόρ. παρακάλεσα [paraˈkalesa] Φάρασ. παρακάλησα [paraˈkalisa] Σίλ. παρακάλ'σα [paraˈkalsa] Αραβαν., Γούρδ., Τελμ. παρακάλτσα [paraˈkaltsa] Τελμ. παρακάσα [paraˈkasa] Τελμ. γ' Εν. παρακάλτσεν [paraˈkaltsen] Φάρασ. Από το αρχ. ρ. παρακαλῶ = προσκαλώ. Η σημ. ‘ζητώ’ μεταγν.
Ζητώ, ικετεύω ό.π.τ. : Παρακάλ'σαμ' ντo vα μαζ ντωκ' ένα έβλάσ̑' κι εκείνο έντωκε μας ένα καμήλ' (Τον παρακαλέσαμε (ενν. τον Θεό) να μας δώσει ένα παιδί κι εκείνος μας έδωσε μία καμήλα) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το κορίσ̑' παρακάλεινεν ντo να υπάν' 'ντάμα σο Κάστρο, βαβά τ' τα σεράγια (Το κορίτσι τον παρακαλούσε να πάνε μαζί στο Κάστρο, στου πατέρα της τα παλάτια) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Ούλα τα αγίους περικάλεινάμ’ τα (Όλους τους αγίους τους παρακαλούσαμε) Ανακ. -Κωστ.Α. Παρακαλούμ’ το Τεό να σ’ έχ’ λιαρό (Παρακαλούμε τον Θεό να σ' έχει γερό) Αραβαν. -Φωστ. Με δάκρυα παρακάλεινε να γιαρώσουν τ' αδελφό τ' (Με δάκρυα παρακαλούσε (ενν. τον Χριστό και την Παναγία) να γιατρέψουν τον αδελφό του) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. γιαλβαρντίζω, γυρεύω :1, ζητώ :1, ντιλεντίζω :2, ντιλεύω :1, ταρκουρώ