παρακαλώ
(ρ.)
παρακαλώ
[paraka'lo]
Καππ.
παρακαλώου
[paraka'lou]
Φάρασ.
περικαλώ
[perika'lo]
Ανακ., Σινασσ.
Παρατατ.
παρακάλεινα
[paraˈkalina]
Αραβαν., Γούρδ.
Αόρ.
παρακάλεσα
[paraˈkalesa]
Φάρασ.
παρακάλισα
[paraˈkalisa]
Σίλ.
παρακάλ’σα
[paraˈkalsa]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ., Φλογ.
παρακάλτσα
[paraˈkaltsa]
Αφσάρ., Τελμ., Φάρασ.
παρακάσα
[paraˈkasa]
Τελμ.
Από το αρχ. ρ. παρακαλῶ = προσκαλώ. Η σημ. ‘ζητώ’ μεταγν.
Παρακαλώ, υποβάλλω ικετευτικά ένα αίτημα
ό.π.τ.
:
Πέφτ' στα γόνατα, παρακαλεί το Χεγό
(Πέφτει στα γόνατα, παρακαλεί τον Θεό)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Τούτους παρακαλά τα παιριά να του υπάγουσ̑ι σπίτσ̑ιν dους
(Αυτός παρακαλάει τα παιδιά να τον πάνε σπίτι τους)
Σίλ.
-Dawk.
Παρακαλούμ’ το Τεό να σ’ έχ’ λιαρό
(Παρακαλούμε τον Θεό να σ' έχει γερό)
Αραβαν.
-Φωστ.
Παρακαλούσ̑ι του βαβάν dους ότσ̑ι να τους ρείξει μια ζουλειά
(Παρακαλούν τον πατέρα τους να τους δείξει μια δουλειά)
Σίλ.
-Dawk.
Παρακάλ’σαμ' ντo vα μαζ ντωκ' ένα έβλάσ̑' κι εκείνο έντωκε μας ένα καμήλ’
(Τον παρακαλέσαμε (ενν. τον Θεό) να μας δώσει ένα παιδί κι εκείνος μας έδωσε μία καμήλα)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ήρτε και το παρακάλ'σε να τον πει το μέρος και να πάγ' κι ετός να πάρ' λίρες
(Ήρθε και τον παρακάλεσε να του πει το μέρος για να πάει κι αυτός να πάρει λίρες)
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Το κορίσ̑' παρακάλεινεν ντo να υπάν' 'ντάμα σο Κάστρο, βαβά τ' τα σεράγια
(Το κορίτσι τον παρακαλούσε να πάνε μαζί στο Κάστρο, στου πατέρα της τα παλάτια)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ούλα τα αγίους περικάλεινάμ’ τα
(Όλους τους αγίους τους παρακαλούσαμε)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Με δάκρυα παρακάλεινε να γιαρώσουν τ' αδελφό τ'
(Με δάκρυα παρακαλούσε (ενν. τον Χριστό και την Παναγία) να γιατρέψουν τον αδελφό του)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Παρακάλτσιν dα αράπ τη ναίκα πάλι, «ποίτζ̑ε μ’ αζάτι»
(Παρακάλεσε ο αράπης πάλι τη γυναίκα «ελευθέρωσέ με»)
Αφσάρ.
-Dawk.
Να υπάγω να παρακαλέσω τον Θεό να μες δώσει μαχσούμι
(Θα πάω να παρακαλέσω τον Θεό να μας δώσει ένα παιδί)
Φάρασ.
-Dawk.
Συνών.
γιαλβαρντίζω, Πβ.
γυρεύω :2, Συνών.
ζητώ, ντιλεντίζω :2
Τροποποιήθηκε: 29/08/2025