ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παραθύρα (ουσ. θηλ.) παραθύρα [paraˈθira] Μαλακ., Σινασσ., Φλογ. παραχ̇ύλα [paraˈxɯla] Μισθ. παρα’ύρα [paraˈira] Μισθ. παρα’ύλα [paraˈila] Αραβαν. Μεταγν. ουσ. παραθύρα. Η λ. και Πόντ.
1. Μεσοτοίχιο πέρασμα σε συγκροτήματα σπιτιών που διευκόλυνε την επικοινωνία των ενοίκων χωρίς αυτοί να αναγκάζονται να κάνουν τον γύρο των σπιτιών Αραβαν., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. : Βρεΐσ’ του ας’ παραχ̇ύλα (φώναξέ τον από το μεσοτοίχιο πέρασμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Απ’ τη παρα’ύρα φεύγου (φεύγω από το μεσοτοίχιο πέρασμα) Μισθ. -Κωστ.Μ.
2. Η δευτερεύουσα, βοηθητική πόρτα του σπιτιού, κυρίως για προμήθειες και ξυλεία Σινασσ. : Άνοιξα την παραθύρα και ξέβα στο λοφί, είπα πέλκι με τζαρπτούν οι πεθαμέν’ και γλυτώνω μιά και καλά (Άνοιξα το παραπόρτι και βγήκα στο λοφάκι, είπα μπορεί να μου ορμήσουν οι πεθαμένοι να γλυτώσω μιά και καλή) Σινασσ. -Λεύκωμα