παραδέβασμα
(ουσ. ουδ.)
παραδέβασμα
[paraˈðevazma]
Φάρασ.
Από μεσν. ουσ. παραδιάβασμα = ξέσκασμα, διασκέδαση. Η λ. Πόντ.
Πβ.
παραδεβάζω,
Συνών.
τεσελλέ
Παρηγοριά