παππούκας
(ουσ. αρσ.)
παππούκας
[paˈpukas]
Φάρασ., Φκόσ.
παππούκα
[paˈpuka]
Τσουχούρ., Φάρασ.
μπαbούκας
[baˈbukas]
Φάρασ.
Από το ουσ. παππούς και το παραγωγ. επιθμ. -κας.
1. Θωπευτ., ο παππούς
Τσουχούρ., Φάρασ.
:
Είπεν ντι ο μπαbούκας του: «Εγώ υιός τζ̑ό ’χω.»
(Του είπε ο παππούς του: «Εγώ δεν έχω γυιο.»)
Φάρασ.
-Dawk.
Σο καρά κίσι, πην’ τζ΄ο παππούκα μου να φέρει ξύα να κάψει σ’ ην παρκαμίνα
(Στο καταχείμωνο πήγε ο παππούς μου να φέρει ξύλα για το τζάκι)
Φάρασ.
-Παπαδ.
Ο παππούκα μ’ παγάσιν ντα σο Φαρασ̑ό
(Ο παππούς μου την πήγε (ενν. την κόρη του) στα Φάρασα)
Τσουχούρ.
-VLACH
|| Παροιμ.
Ό παππούκας τρώ’ μαντραγάλε, τ' άγγόνι του μουδϊέ
(Ο παππούς τρώει αγουρίδες, το εγγόνι του μουδιάζει˙ Αμαρτίες γονέων παιδεύουσι τέκνα. Πβ. ΠΔ 38.29 "Οι πατέρες ἔφαγον ὄμφακα καὶ οἱ ὀδόντες τῶν τέκων ἠμωδίασαν»)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
2. Ως τιμητική προδφώνηση σε πρεσβύτερο, συνήθως ιερωμένο
Φάρασ.
:
Ω παππούκα, νά 'χω την ευσ̑ή σου!
(Παππούλη, νά 'χω την ευχή σου!)
-Θεοδ.Ιστ.