παπάχινα
(ουσ. ουδ.,πληθ.)
παπάχινα
[papaxɯna]
Αξ.
Από το πρόθμ. από- και το ουσ. παχνί, όπου και τύπ. παχινί, και το παραγωγ. επίθμ. -ο. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀπόπαχνο.
Τα αποφάγια του παχνιού