παπάχινα
(ουσ. ουδ.)
παπάχινα
[paʹpaxɯna]
Αξ.
Από το πρόθμ. από- και το ουσ. παχνί, όπου και τύπ. παχινί, και το παραγωγ. επίθμ. -ο. Βλ. ΙΛΝΕ, λ. ἀπόπαχνο.
Τα αποφάγια του παχνιού
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025