παπαδιά
(ουσ. θηλ.)
παπαδία
[papaˈðia]
Τσουχούρ.
παπαδιά
[papaˈðʝa]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
παπατιά
[papa'tça]
Μισθ.
παπαγιά
[papaʝa]
Φερτάκ.
παπαριά
[papaˈrʝa]
Αραβαν., Ουλαγ., Σίλ.
Από το μεταγν. ουσ. παπαδία (< παπάς) με συνίζ.
Η γυναίκα του ιερέα
ό.π.τ.
:
Η παπαδία 'ς του παπά του το τάρτι, τσ̑άκι να παϊdίσει
(Η παπαδιά από την στεναχώρια της για (το θάνατο) του παπά της, παρά λίγο να λιποθυμήσει)
Τσουχούρ.
-Αναστασ.Ιδ.
Πεθερά μ' μέθυζε, παπαδιά κειότον, χτύπανέ με
(Η πεθερά μου μέθαγε, ήταν παπαδιά, με έδερνε)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 812
Σούτζι το 'μόν δέν ειναι, σούτζι της παπαδιάς 'ναι
(Δεν είναι δικό μου πταίσμα, είναι πταίσμα της παπαδιάς)
Σινασσ.
-Lag.
Η παπαδία ’πόμ'νινι τούλη
(Η παπαδιά απόμεινε χήρα)
Τσουχούρ.
-ΑΠΥ-Bağr.
Αγάπανιν ντου παπατιάς κόρ'
(Αγαπούσε την κόρη της παπαδιάς)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σεν να φάει μιαν μπαπαριά
(Θέλει να φάει μιά παπαδιά)
Σίλ.
-ΚΜΣ-CD