πάπια
(ουσ. θηλ.)
πάπια
[ʹpapça]
Σίλ., Σινασσ.
μπάπ'
[bap]
Μισθ.
Μεσν. ουσ. πάπια, απώτερα ηχομιμητ.
Πάπια
ό.π.τ.
:
|| Ασμ.
Σήκω πάπια μ', σήκω χήνα μ', σήκω κι άλλαξε | φόρεσ' τα χρυσά σου ρούχα
Σινασσ.
-Αρχέλ.
Συνών.
ορντέκι
Τροποποιήθηκε: 13/07/2025