παξιμάδι
(ουσ. ουδ.)
παξιμάδι
[paksiˈmaði]
Ανακ., Σινασσ., Τελμ.
παξιμάδ'
[paksiˈmað]
Μαλακ., Σινασσ., Φλογ.
παξιμάτ'
[paksiˈmat]
Μισθ., Ποτάμ.
παξιμάτ'
[pakʃiʹmat]
Φλογ.
μπαξιμάτ'
[baksiˈmat]
Ανακ., Μισθ.
μπαξιμάτσι
[baksiʹmatsi]
Σίλ.
παξιμέτι
[paksiˈmeti]
Φάρασ.
πεξιμέτι
[peksiˈmeti]
Φάρασ.
παξιμέσ'
[paksiˈmes]
Γούρδ.
μπαξουμάτζι
[baksuˈmadzi]
Σίλ.
Μεσν. παξιμάδι, το οπ. από το πρώιμο μεσν. ουσ. παξαμάδιον (με ανομ. [a-a > i-a ]), υποκορ. του μεταγν. παξαμᾶς. Οι τύπ. με [t] από επίσης μεσν. τύπ. παξιμάτιον. Ο τύπ. πεξιμέτι αντιδάν. από το τουρκ. peksimet, όπου και διαλεκτ. τύπ. baksimat.
1. Παξιμάδι
ό.π.τ.
:
Τα παξιμέσια σ̑ύλω τα από δεργές και να τραβήσουν το νερό τουν ώσπου να φάμ'
(Βρέξε τα παξιμάδια από τώρα για να τραβήξουν το νερό τους ώσπου να φάμε)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Μπαξουμάτζι κουντ͑ουρντατώ
(Ροκανίζω παξιμάδι)
Σίλ.
-ΚΜΣ-ΛΚ6
Κάκα χέκι δα παξιμάτια τσ̑αγά σα καλάϊα
(Η γιαγιά έβαλε τα παξιμάδια εδώ στα καλάθια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Σήκου απουγά, χατζιλάντσι ντα μπαξιμάτια
(Σήκω αποδώ, πέτα τα παξιμάδια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Ηύρες πεξιμέτι, 'υρέφ' τα τσ̑αι φουσκωμένο
(Βρήκες παξιμάδι, το θέλεις και βρεγμένο˙ για τεμπέλη που απαιτεί τα πάντα να του προσφέρονται χωρίς να καταβάλει κόπο)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Ασμ.
Ας φάει ο μαύρος την ταγή τ' κι εσ̑ύ το παξιμάδι σ'
(Ας φάει το άλογο την ταγή του κι εσύ το παξιμάδι σου)
Ανακ.
-ΙΛΝΕ 374
Ας πιούμε καυκί κι ας φάμε παξιμάδι.
Γιόμωνε καυκί, τον άγουρο το δίνει (Ας πιούμε μιά κούπα, κι ας φάμε παξιμάδι.
Γέμιζε την κούπα, στον νεαρό τη δίνει) Σινασσ. -Παχτ. Eννιά μέρες, εννιά νύχτες σ’ ένα βουνό βραδυνάσταν
ο μαύρος μου χωρίς νερό, κι εγώ χωρίς παξιμάδι (Εννιά μέρες, εννιά νύχτες σ' ένα βουνό βραδιάστηκα
το άλογό μου χωρίς νερό κι εγώ χωρίς παξιμάδι) Τελμ. -Lag. Μάνα ζύμω, μάνα κόλλα, ψήσε μας παξιμάδια
Με δάκρυα τα ζύμωσεν, μ' ανασασμό τα κόλλ'σεν ((Mάνα ζύμωσε, μάνα φούρνισε, ψήσε μας παξιμάδια
με δάκρυα τα ζύμωσε, με αναστεναγμό τα φούρνισε)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γκεβρέκι, κιτίρι, φλεγάρι
Γιόμωνε καυκί, τον άγουρο το δίνει (Ας πιούμε μιά κούπα, κι ας φάμε παξιμάδι.
Γέμιζε την κούπα, στον νεαρό τη δίνει) Σινασσ. -Παχτ. Eννιά μέρες, εννιά νύχτες σ’ ένα βουνό βραδυνάσταν
ο μαύρος μου χωρίς νερό, κι εγώ χωρίς παξιμάδι (Εννιά μέρες, εννιά νύχτες σ' ένα βουνό βραδιάστηκα
το άλογό μου χωρίς νερό κι εγώ χωρίς παξιμάδι) Τελμ. -Lag. Μάνα ζύμω, μάνα κόλλα, ψήσε μας παξιμάδια
Με δάκρυα τα ζύμωσεν, μ' ανασασμό τα κόλλ'σεν ((Mάνα ζύμωσε, μάνα φούρνισε, ψήσε μας παξιμάδια
με δάκρυα τα ζύμωσε, με αναστεναγμό τα φούρνισε)) Σινασσ. -Αρχέλ. Συνών. γκεβρέκι, κιτίρι, φλεγάρι
2. Κηρήθρα γεμάτη μέλι, σχήματος στρογγυλού ή ορθογωνίου
Ανακ.
Τροποποιήθηκε: 20/08/2025