ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παντζάρι (ουσ. ουδ.) πανdζ̑άρ' [pan'dʒar] Αξ., Μαλακ., Μισθ. π͑αντζ̑άρ' [pʰan'dʒar] Μισθ. παντσάρι [panˈtsari] Σινασσ. π͑αντσ̑άρι [pʰan'tʃari] Φάρασ. πενdζ̑έρ' [pen'dʒer] Αξ. Πληθ. πανdζ̑άρα [pan'dʒara] Μαλακ. Γεν. πενdζ̑εριού [pendʒeˈrʝu] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. pancar (< αρμεν. banǰar բանջար = εδώδιμο λαχανικό) = παντζάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. pencer.
Παντζάρι ό.π.τ. : Γιαχνιία π͑ανdζ̑άρια (Παντζάρια γιαχνί, σιγοψημένα παντζάρια στο ταντούρι που τρώγονταν αλάδωτα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πενdζ̑εριού ψωμί (φαγητό με παντζάρια) Αξ. -Μαυροχ.