παντζάρι
(ουσ. ουδ.)
π͑ανdζ̑άρ'
[pʰan'dʒar]
Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ.
π͑αντσ̑άρι
[pʰan'tʃari]
Σινασσ., Φάρασ., Φλογ.
πενdζάρ'
[penʹdzar]
Μπέηκ.
πενdζ̑έρ'
[pen'dʒer]
Αξ.
Πληθ.
πανdζ̑άρα
[pan'dʒara]
Μαλακ.
Από το τουρκ. ουσ. pancar (< αρμεν. banǰar բանջար = εδώδιμο λαχανικό) = παντζάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. pencer.
Παντζάρι
ό.π.τ.
:
Γιαχνιία π͑ανdζ̑άρια
(Παντζάρια γιαχνί, σιγοψημένα παντζάρια στο ταντούρι που τρώγονταν αλάδωτα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πεντζ̑εριού ψωμί
(Φαγητό με παντζάρια)
Αξ.
-Μαυροχ.
'γοράζαμ’ κρομμύα, ροφάνια, πενdζάρια
(Αγοράζαμε κρεμμύδια, ραπανάκια, παντζάρια)
Μπέηκ.
-ΚΜΣ-ΚΠ251
|| Φρ.
Πανdζ̑άρ' σο μελό σ'
(Παντζάρι στο μυαλό σου˙ για τους κουτούς)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Πανdζ̑άρ' σο 'φτσ̑ί σ'
(Παντζάρι στο αφτί σου˙ για τους βαρήκοους)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 17/10/2025