παντζάρι
(ουσ. ουδ.)
πανdζ̑άρ'
[pan'dʒar]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
π͑αντζ̑άρ'
[pʰan'dʒar]
Μισθ.
παντσάρι
[panˈtsari]
Σινασσ.
π͑αντσ̑άρι
[pʰan'tʃari]
Φάρασ.
πενdζ̑έρ'
[pen'dʒer]
Αξ.
Πληθ.
πανdζ̑άρα
[pan'dʒara]
Μαλακ.
Γεν.
πενdζ̑εριού
[pendʒeˈrʝu]
Αξ.
Από το τουρκ. ουσ. pancar (< αρμεν. banǰar բանջար = εδώδιμο λαχανικό) = παντζάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. pencer.
Παντζάρι
ό.π.τ.
:
Γιαχνιία π͑ανdζ̑άρια
(Παντζάρια γιαχνί, σιγοψημένα παντζάρια στο ταντούρι που τρώγονταν αλάδωτα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Πενdζ̑εριού ψωμί
(φαγητό με παντζάρια)
Αξ.
-Μαυροχ.