ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παντζάρι (ουσ. ουδ.) π͑αντζ̑άρ' [pʰan'dʒar] Αξ., Αραβαν., Μαλακ., Μισθ. π͑αντσ̑άρι [pʰan'tʃari] Σινασσ., Φάρασ., Φλογ. πεντζάρ' [penʹdzar] Μπέηκ. πεντζ̑έρ' [pen'dʒer] Αξ. Πληθ. παντζ̑άρα [pan'dʒara] Μαλακ. Γεν. πεντζ̑εριού [pendʒeˈrʝu] Αξ. Από το τουρκ. ουσ. pancar (< αρμεν. banǰar բանջար = εδώδιμο λαχανικό) = παντζάρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. pencer.
Παντζάρι ό.π.τ. : Γιαχνιία π͑αντζ̑άρια (Παντζάρια γιαχνί, σιγοψημένα παντζάρια στο ταντούρι που τρώγονταν αλάδωτα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Πεντζ̑εριού ψωμί (Φαγητό με παντζάρια) Αξ. -Μαυροχ. 'γοράζαμ’ κρομμύα, ροφάνια, πεντζάρια (Αγοράζαμε κρεμμύδια, ραπανάκια, παντζάρια) Μπέηκ. -ΚΜΣ-ΚΠ251 || Φρ. Παντζ̑άρ' σο μελό σ' (Παντζάρι στο μυαλό σου˙ για τους κουτούς) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Παντζ̑άρ' σο 'φτσ̑ί σ' (Παντζάρι στο αφτί σου˙ για τους βαρήκοους) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ.
Τροποποιήθηκε: 16/08/2025