ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πανασηκώνω (ρ.) πανασ̑ηκώνω [panaʃiˈkono] Αξ. Από το επίρρ. απάνω και το ρ. σηκώνω με προχωρητική αφομ. [a-ο] > [a-a] και αποβολή του αρκτ. άτονου [a].
1. Συγυρίζω : Όσον εκείνο σπίτ’, μαναχό τ’ πανασ̑ήκωσεν ντο (Τόσο μεγάλο σπίτι, μόνη της το συγύρισε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γερλεστιρντίζω, ορθώνω, πακλατίζω, σωρεύω
2. Ξεσηκώνω : Πανασ̑ήκωσεν το μαχαλά ούλ-λο (Ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ανασηκώνω, κουρντίζω