ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πανασηκώνω (ρ.) πανασ̑ηκώνω [panaʃiˈkono] Αξ. Από το επίρρ. απάνω και το ρ. σηκώνω με προχωρητική αφομ. [a-ο] > [a-a] και αποβολή του αρκτ. άτονου [a].
1. Συγυρίζω : Όσον εκείνο σπίτ’, μαναχό τ’ πανασ̑ήκωσεν ντο (Τόσο μεγάλο σπίτι, μόνη της το συγύρισε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Φ'καλεί, πανασ̑ηκών', ψ̑ήν', χέκ' τα στρώσ̑ες (Σκουπίζει, συγυρίζει, μαγειρεύει, στρώνει τα κρεβάτια) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. γερλεστιρντίζω, ορθώνω, πακλατίζω, σωρεύω
2. Ξεσηκώνω, αναστατώνω : Πανασ̑ήκωσεν το μαχαλά ούλ-λο (Ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Συνών. ανασηκώνω :2
Τροποποιήθηκε: 16/05/2025