πανασηκώνω
(ρ.)
πανασ̑ηκώνω
[panaʃiˈkono]
Αξ.
Από το επίρρ. απάνω και το ρ. σηκώνω με προχωρητική αφομ. [a-ο] > [a-a] και αποβολή του αρκτ. άτονου [a].
1. Συγυρίζω
:
Όσον εκείνο σπίτ’, μαναχό τ’ πανασ̑ήκωσεν ντο
(Τόσο μεγάλο σπίτι, μόνη της το συγύρισε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
γερλεστιρντίζω, ορθώνω, πακλατίζω, σωρεύω
2. Ξεσηκώνω
:
Πανασ̑ήκωσεν το μαχαλά ούλ-λο
(Ξεσήκωσε όλη τη γειτονιά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Συνών.
ανασηκώνω, κουρντίζω