ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πανί (ουσ. ουδ.) πανίν [paˈnin] Σίλ., Φάρασ. πανί [paˈni] Αραβαν., Μισθ., Τελμ. Από το μεταγν. ουσ. πανίον.
Πανί, ύφασμα ό.π.τ. : Ντου αλχ'νό ντου πανί (Το κόκκινο το ύφασμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Κόβου ντου πανί (Κόβω το ύφασμα) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σαμού γεννάνκε η ναίκα, κονdάνκαμε ας τζαι μπάσκαμέν τα σα πανία το φσόκκο (Μόλις γεννούσε η γυναίκα, ρίχναμε αλάτι και βάζαμε το μωρό στα πανιά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Παίρνεις κετέν τοχουμού, κοπανίζεις το, ψήνεις το με γάλα, θέκνεις το σο πανί απάνω (Παίρνεις λιναρόσπορο, το κοπανίζεις, το βράζεις με γάλα, το βάζεις πάνω στο πανί) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. || Παροιμ. Ντράνα τό κενάρι τ' κι έπαρ' τό πανί (Κοίτα την άκρη του, την ούγια του και πάρε το πανί˙ Από τη λεπτομέρεια καταλαβαις την αξία ενός πράγματος) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. αντερί :5, παλιός