πανί
(ουσ. ουδ.)
πανίν
[paˈnin]
Σίλ., Φάρασ.
πανί
[paˈni]
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Μισθ., Τελμ., Φλογ.
Από το μεταγν. ουσ. πανίον.
Πανί, ύφασμα
ό.π.τ.
:
Ντου αλχ'νό ντου πανί
(Το κόκκινο το ύφασμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κόβου ντου πανί
(Κόβω το ύφασμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σαμού γεννάνκε η ναίκα, κονdάνκαμε ας τζ̑αι μπάσκαμέν τα σα πανία το φσ̑όκκο
(Μόλις γεννούσε η γυναίκα, ρίχναμε αλάτι και βάζαμε το μωρό στα πανιά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Ασ' σο Έντεκε ερούτανε σαπώνια, ασ' σο Πρεκόπ' πανιά και qούντουρες
(Από την Αντιόχεια έρχονταν σαπούνια, από το Προκόπι υφάσματα και παπούτσια)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Παίρνεις κετέν τοχουμού, κοπανίζεις το, ψήνεις το με γάλα, θέκνεις το σο πανί απάνω
(Παίρνεις λιναρόσπορο, το κοπανίζεις, το βράζεις με γάλα, το βάζεις πάνω στο πανί)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
'ς ένα κόσκινο εμέσα απλώνισκαν ένα πανί και ’ς πανί αυτό πάνω έθεκνεν το μαμμή το παιdί
(Μέσα σε ένα κόσκινο άπλωναν ένα πανί, και πάνω σ' αυτό το πανί έβαζε η μαμμή το παιδί)
Αραβ.
-Νίγδελ.Αραβ.
Γούργουρούς μας κι ένα άλι πανίν απάνου, ούλα ρώκασ' τ' αλτούνια ράφτουμ' dα
(Ο λαιμός μας (είχε κι ένα κόκκινο πανί), απάνω ράβουμε όλα τα χρυσά νομίσματα που μας έδωσαν)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
|| Παροιμ.
Ντράνα τό κενάρι τ' κι έπαρ' το πανί
(Κοίτα την άκρη του, την ούγια του και πάρε το πανί˙ από τη λεπτομέρεια καταλαβαίνεις την αξία ενός πράγματος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σην αγκώνα σου κορα̈́ πανίν τζ̑ο δίτουν σε
(Δεν σου πουλούν πανί σύμφωνα με δικό σου πήχυ˙ δεν γίνονται τα πράγματα όπως θέλεις εσύ)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
αντερί, παλιός
Τροποποιήθηκε: 05/08/2025