πανί
(ουσ. ουδ.)
πανίν
[paˈnin]
Σίλ., Φάρασ.
πανί
[paˈni]
Αραβαν., Μισθ., Τελμ.
Από το μεταγν. ουσ. πανίον.
Πανί, ύφασμα
ό.π.τ.
:
Ντου αλχ'νό ντου πανί
(Το κόκκινο το ύφασμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Κόβου ντου πανί
(Κόβω το ύφασμα)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Σαμού γεννάνκε η ναίκα, κονdάνκαμε ας τζαι μπάσκαμέν τα σα πανία το φσόκκο
(Μόλις γεννούσε η γυναίκα, ρίχναμε αλάτι και βάζαμε το μωρό στα πανιά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Παίρνεις κετέν τοχουμού, κοπανίζεις το, ψήνεις το με γάλα, θέκνεις το σο πανί απάνω
(Παίρνεις λιναρόσπορο, το κοπανίζεις, το βράζεις με γάλα, το βάζεις πάνω στο πανί)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
|| Παροιμ.
Ντράνα τό κενάρι τ' κι έπαρ' τό πανί
(Κοίτα την άκρη του, την ούγια του και πάρε το πανί˙ Από τη λεπτομέρεια καταλαβαις την αξία ενός πράγματος)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
αντερί :5, παλιός