ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

πάλος (ουσ. ουδ.) πάλος [ˈpalos] Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ. πάλους [ˈpalus] Σινασσ. μπάλος [ˈbalos] Τελμ. Από το μεταγν. ουσ. πᾶλος (< λατιν. palus).
Πάσσαλος ό.π.τ. : Τα πάλους γιακτιρντίζω τα (Τα παλούκια σε κάνω να τα καις) Τελμ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Συνών. γαζούχ, πασσάλι
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025