πάλος
(ουσ. ουδ.)
πάλος
[ˈpalos]
Αραβαν., Γούρδ., Σινασσ., Τελμ.
πάλους
[ˈpalus]
Σινασσ.
μπάλος
[ˈbalos]
Τελμ.
Από το μεταγν. ουσ. πᾶλος (< λατιν. palus).
Τροποποιήθηκε: 07/08/2025