πάλος
(ουσ. ουδ.)
πάλος
[ˈpalos]
Αραβαν., Γούρδ., Τελμ.
μπάλος
[ˈbalos]
Τελμ.
Από το μεταγν. ουσ. πᾶλος (< λατιν. palus).