ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παναγύρι (ουσ. ουδ.) παναγύρ' [panaˈʝir] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Φλογ. παναΰρι [pana'iri] Σίλ., Φάρασ. παναΰρ' [pana'ir] Ανακ., Κίσκ., Μισθ., Ουλαγ., Τσελτ. Από το μεσν. ουσ. πανηγύριν (< μεταγν. πανηγύριον = υπαίθρια αγορά < αρχ. πανήγυρις = συγκέντρωση, πβ. και αρχ. δωρ. τύπ. πανάγυρις). Ο τύπ. παναΰρι με αποβολή του μεσοφωνηεντ. [ʝ]. Ο τύπ. παναΰρ' με αποβολή του μεσοφωνηεντ. [ʝ] και αποβολή του ληκτικού άτονου [i]. Ο τύπ. παναγύρ' με αποβολή του ληκτικού άτονου [i]. Πβ. και τουρκ. ουσ. panair ως δάν. από την ελλ. (βλ. Tietze 2018: λ. panair/panayir/panayır/banayir).
Πανηγύρι ό.π.τ. : Τεΐτσικα να πάμ' ντο παναΰρ' (αύριο θα πάμε στο πανηγύρι) Ουλαγ. -Κεσ. Σάνιξαν μέα παναΰρ' τ΄ Άι-Γοργόρ’ (Έκαναν μεγάλο πανηγύρι στη γιορτή του Αγίου Γρηγορίου ) Μισθ. -Κωστ.Μ. Σο Ναξό νίσκεται παν χρόνος παναγύρ’ (Στην Αξό γίνεται κάθε χρόνο πανηγύρι) Φλογ. -ΙΛΝΕ 811 Συνών. συνόδι