παλτά
(ουσ. ουδ.)
μπαλτά
[balˈta]
Μισθ.
π͑αλτά
[pʰalˈta]
Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ.
Πληθ.
π͑αλτ͑άδια
[pʰalˈtʰaðʝa]
Ποτάμ.
παλτάγια
[palˈtaʝa]
Τροχ.
παλτάια
[palˈtaia]
Μισθ.
παλτάδε
[palˈtaðe]
Φκόσ.
Από το νεότ. ουσ. μπαλτάς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. balta = τσεκούρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. palta (THADS, λ. palta I).
Μπαλτάς, τσεκούρι
ό.π.τ.
:
Πήρεν το παλτά, ντώκεν, έκοψεν το κεφάλι τ'
(πήρε το τσεκούρι, χτύπησε, έκοψε το κεφάλι του)
Αξ.
-Dawk.
Φάϊσιν ντου μη ντου παλτά σου τσ̑ουφάλ΄
(Toν χτύπησε με τον μπαλτά στο κεφάλι)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Μι δου μπαλτά έκουψαν ντα χέρια τ'
(Με το μπαλτά έκοψαν τα χέρια της)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Πήαμ' έτρεξαμ', γάπσαμ' δα παλτάϊα
(Πήγαμε, τρέξαμε, αρπάξαμε τα τσεκούρια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Ντώσ' μι του παλτά, σάξι δυό-τρία γουρούνια
(Χτύπα με το μπαλτά, σφάξε δυο-τρία γουρούνια)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Εχτέτε με τα παλτάγια γρύνισ̑καν
(Τότε (στο παρελθόν) έσκαβαν με τους μπαλτάδες)
Εχτέτε με τα παλτάγια γρύνισ̑καν
(Τότε (στο παρελθόν) έσκαβαν με τους μπαλτάδες)
|| Φρ.
'ς ένα παλτά λάβος δεν εγένεν
(Σε ένα μπαλτά δεν έγινε λαβή˙ Για αυτούς που ακόμα δεν τακτοποιήθηκαν, δεν βρήκαν δουλειά)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Nα σε γιαρντήσουν με τα π͑αλτ͑άδια
(Να σε σκίσουν στα δύο με τα τσεκούρια˙ αρά)
Ποτάμ.
-ΚΜΣ-ΚΠ327
Συνών.
κασμάς, πελέκι