ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

παλτά (ουσ. ουδ.) μπαλτά [balˈta] Μισθ. π͑αλτά [pʰalˈta] Ανακ., Αξ., Μισθ., Ουλαγ., Σινασσ., Τροχ., Φλογ. Πληθ. π͑αλτ͑άδια [pʰalˈtʰaðʝa] Ποτάμ. παλτάγια [palˈtaʝa] Τροχ. παλτάια [palˈtaia] Μισθ. παλτάδε [palˈtaðe] Φκόσ. Από το νεότ. ουσ. μπαλτάς (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το τουρκ. ουσ. balta = τσεκούρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. palta (THADS, λ. palta I).
Μπαλτάς, τσεκούρι ό.π.τ. : Πήρεν το παλτά, ντώκεν, έκοψεν το κεφάλι τ' (πήρε το τσεκούρι, χτύπησε, έκοψε το κεφάλι του) Αξ. -Dawk. Φάϊσιν ντου μη ντου παλτά σου τσ̑ουφάλ΄ (Toν χτύπησε με τον μπαλτά στο κεφάλι) Μισθ. -Κοτσαν. Μι δου μπαλτά έκουψαν ντα χέρια τ' (Με το μπαλτά έκοψαν τα χέρια της) Μισθ. -ΑΠΥ-ΕΝΔ Πήαμ' έτρεξαμ', γάπσαμ' δα παλτάϊα (Πήγαμε, τρέξαμε, αρπάξαμε τα τσεκούρια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Ντώσ' μι του παλτά, σάξι δυό-τρία γουρούνια (Χτύπα με το μπαλτά, σφάξε δυο-τρία γουρούνια) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. Εχτέτε με τα παλτάγια γρύνισ̑καν (Τότε (στο παρελθόν) έσκαβαν με τους μπαλτάδες) Εχτέτε με τα παλτάγια γρύνισ̑καν (Τότε (στο παρελθόν) έσκαβαν με τους μπαλτάδες) || Φρ. 'ς ένα παλτά λάβος δεν εγένεν (Σε ένα μπαλτά δεν έγινε λαβή˙ Για αυτούς που ακόμα δεν τακτοποιήθηκαν, δεν βρήκαν δουλειά) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Nα σε γιαρντήσουν με τα π͑αλτ͑άδια (Να σε σκίσουν στα δύο με τα τσεκούρια˙ αρά) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327 Συνών. κασμάς, πελέκι