παλληκάρι
(ουσ. ουδ.)
παλληκάρι
[paliˈkari]
Σινασσ., Φάρασ.
παλληκάρ'
[paliˈkar]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τροχ., Φλογ.
παλλ'κάρ'
[palˈkar]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. παλληκάριον, το οπ. από το αρχ. ουσ. παλλάκιον/μεταγν. παλλήκιον = νέος, νιάτα και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
1. Νεαρός, παλληκάρι
ό.π.τ.
:
Ένα όμορφο παλληκάρ' καρότουν σο σοφρά ομbρό
(ένας όμορφος νεαρός καθόταν μπροστά στο τραπέζι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Ογώ να ήdουμι παλλ'κάρ, ντου σ̆κυλί ντέ μι κατακώλανεν
(αν εγώ ήμουν παλληκάρι, δεν θα με κυνηγούσε το σκυλί.)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
'πότ' κοιμούνται νύχτα ερούταν δυό παλληκάρα, κλέφτισ̑κεν qαμπρού τα τσόλια
(Την ώρα που κοιμούνται τη νύχτα, έρχονταν δύο παλληκάρια, έκλεβαν τα ρούχα του γαμπρού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Εχτές χάη σ' Γερμανία, παλληκάρ' αν ντου ράνανις
(Εχτές πέθανε στη Γερμανία, παλληκάρι αν τον έβλεπες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Συνών.
ασλάν, γιγίτι :1, ντελικανής, σαχίν
β.
Προσφώνηση προς νεαρό άνδρα
Μισθ., Φάρασ.
:
Να σι φέρου ογώ ένα κουρ'λόπου, παλληκάρι μ'!
(Να σου φέρω εγώ ένα κουλούρι, παλληκάρι μου
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ε παλληκάρι μου, συ αδέ τούς ήρτες,
(Ε παλληκάρι μου, εσύ εδώ πώς ήρθες;
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
2. Νεαρός πολεμιστής
Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ.
:
|| Ασμ.
Κι αν πάρω ‘γω το κάστρο τ’ είν’ τα δώρα μου;
Γιαγένια παλληκάρια ας είν’ οι δούλοι σου
(Κι αν πάρω 'γώ το κάστρο τι θα 'ν' τα δώρα μου;Πεζοί πολεμιστές ας είν' οι δούλοι σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
Γιαγένια παλληκάρια ας είν’ οι δούλοι σου
(Κι αν πάρω 'γώ το κάστρο τι θα 'ν' τα δώρα μου;Πεζοί πολεμιστές ας είν' οι δούλοι σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342
3. Συνεκδοχ., γενναίος, δυνατός
Μισθ., Φάρασ.
:
Πολύ παλληκάρ' 'ντουν παππού τουν
(Πολύ παλληκάρι ήταν ο παππούς του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
|| Φρ.
Ατέ τη φορά να μη σ̑έσωμε, είμεστε παλληκάρε
(Αυτή την φορά αν δεν χέσουμε, είμαστε παλληκάρια˙ Για περιστάσεις όπου η αποτυχία είναι προδιαγεγραμμένη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Να δώσ', πάλ' είσαι παλληκάρι· να φύς, πάλ' είσαι παλληκάρι
(Αν δώσεις χτυπήματα, είσαι παλληκάρι· αν φύγεις, πάλι είσαι παλληκάρι˙ Ανάλογα με την περίσταση, γενναιότητα είναι εξίσου η εμπλοκή και η αποφυγή του καβγά)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
άντρας, καρδιακός