παλληκάρι
(ουσ. ουδ.)
παλληκάρι
[paliˈkari]
Κίσκ., Σατ., Σινασσ., Τσουχούρ., Φάρασ.
παλληκάρ'
[paliˈkar]
Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Ποτάμ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Σινασσ., Τελμ., Τζαλ., Τροχ., Φλογ.
παλλ’κάρ'
[palˈkar]
Μισθ.
Από το μεσν. ουσ. παλληκάριον, το οπ. από το αρχ. ουσ. παλλάκιον/μεταγν. παλλήκιον = νέος, νιάτα και το παραγωγ. επίθμ. -άρι.
1. Νεαρός, παλληκάρι
ό.π.τ.
:
Ένα όμορφο παλληκάρ' καρότουν σο σοφρά ομbρό
(Ένας όμορφος νεαρός καθόταν μπροστά στο τραπέζι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Σ’ ούλλο τον gόσμο ούτσ̑α όμορφο παλληκάρ' να αράdιζεζ ντέμ μπορεινεζ να εύρεις
(Σε όλο τον κόσμο να έψαχνες, δεν θα μπορούσες να βρεις τόσο όμορφο παλληκάρι)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Μπεγένσε ένα παλληκάρ', γιάχοτ πατισ̑αχιού παιρί 'ναι, γιάχοτ σαdραζαμιού 'ναι, γιά ό,τσ̑ινα γκρεύεις
(Διάλεξε ένα παλληκάρι, είτε βασιλιά παιδί είναι, είτε στρατηγού, είτε όποιον θέλεις)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Απού αργάς 'τον ήρταν εκεινιά τα παλληκάρια τα ντελικανούγια τράν'σαν το κορίτσ̑'
(Το βράδυ όταν ήρθαν εκείνα τα νέα παλληκάρια, είδαν το κορίτσι)
Σίλατ.
-Dawk.
Ήρτεν ένα παλληκάρ' κι ένα χανίμ κοντά τ', το σισέ στα χέρια τ'νε, ένα μποχτσά τσ̑ερέζια
(Ήρθαν ένας νεαρός και μια γυναίκα μαζί του, είχαν στα χέρια τους ένα μπουκάλι, ένα δέμα με ξηρούς καρπούς)
Σεμέντρ.
-ΚΜΣ-ΚΠ283
Ήφεραμ' και ετά το καλό το παλληκάρ' το Γιωρίκα που ήρτεν ασ' την Πόλ'
(Φέραμε μαζί και αυτό το καλό παλληκάρι, το Γιωργάκη, που ήρθε από την Πόλη)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
'πότ' κοιμούνται νύχτα ερούταν δυό παλληκάρα, κλέφτισ̑κεν qαμπρού τα τσόλια
(Την ώρα που κοιμούνται τη νύχτα, έρχονταν δύο παλληκάρια, έκλεβαν τα ρούχα του γαμπρού)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
Εγώ είδα το ένα παλληκάρ’ και τσιχαλό καλό παλληκάρ’
(Εγώ είδα τον ένα νέο, και τι ωραίος νέος)
Τελμ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Τα σερνικοί και τα παλληκάρα αναβαίν'νε χαβλουδιού τα τουβάρα απάνω
(Οι άντρες και οι νεαροί ανεβαίνουνε στους τοίχους της αυλής)
Φλογ.
-ΙΛΝΕ 811
Tσ̑άλdι, έχω δύο άντ' εσένα παλληκάρε
(Ρίξε, έχω δύο παλληκάρια σαν κι εσένα)
Φάρασ.
-Grég.
Εχτές χάη σ' Γερμανία, παλληκάρ' αν ντου ράνανις
(Εχτές πέθανε στη Γερμανία, παλληκάρι αν τον έβλεπες)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
Βgαίνκιν dάιμα μπρο να πιεστεί μο τα παλληκάρα 'σ' τα 'πομεινά τα χωρία
(Έβγαινε πάντα μπροστά για να πιαστεί στα χέρια, να παλέψει, με τα παλληκάρια από τα άλλα χωριά)
Κίσκ.
-Παπαδ.
|| Ασμ.
Οι κορασιές μοιρολογoύν, τά παλληκάρια κλαίνε
Κλαίουν και τα μικρά πουλιά, κλαίνε και κρεύουν μάνα (Οι κοπέλες μοιρολογούν, οι νεαροί κλαίνε
Κλαίνε και τα μικρά παιδιά, κλαίνε και ζητούν τη μάνα τους) Ποτάμ. -Dawk.Song. Συνών. γιγίτι :1, ντελικανής :1, παιδί :4, φσάχι :3
Κλαίουν και τα μικρά πουλιά, κλαίνε και κρεύουν μάνα (Οι κοπέλες μοιρολογούν, οι νεαροί κλαίνε
Κλαίνε και τα μικρά παιδιά, κλαίνε και ζητούν τη μάνα τους) Ποτάμ. -Dawk.Song. Συνών. γιγίτι :1, ντελικανής :1, παιδί :4, φσάχι :3
β.
Προσφώνηση προς νεαρό άνδρα
Αξ., Μισθ., Φάρασ.
:
Να σι φέρου ογώ ένα κουρ'λόπου, παλληκάρι μ'!
(Να σου φέρω εγώ ένα κουλούρι, παλληκάρι μου
)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Αμάν, παλληκάρ', εμείς λερό dέν ηυρισ̑κουμ, κι εσ̑ύ κρεύεις να dώκουμ' εσέ μι;
(Αμάν νεαρέ, εμείς νερό δε βρίσκουμε, κι εσύ θέλεις να σου δώσουμε εσένα;
)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ε παλληκάρι μου, συ αδέ τούς ήρτες;
(Ε παλληκάρι μου, εσύ εδώ πώς ήρθες;
)
Φάρασ.
-Παπαδ.
2. Νεαρός πολεμιστής
Γούρδ., Ποτάμ., Σίλατ., Σινασσ., Τζαλ.
:
|| Ασμ.
Κι αν πάρω ’γώ το κάστρο τ’ είν’ τα δώρα μου;
Γιαγένια παλληκάρια ας είν’ οι δούλοι σου
(Κι αν πάρω 'γώ το κάστρο τι θα 'ν' τα δώρα μου;Πεζοί πολεμιστές ας είν' οι δούλοι σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Νεκεί έν’ ο Μηροϊδόνης
με διακόσια παλληκάρια, με σπαθιά και με κλοντάρια (Εκεί είναι ο Μηροϊδόνης
με διακόσια παλληκάρια, με σπαθιά και με κοντάρια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
Γιαγένια παλληκάρια ας είν’ οι δούλοι σου
(Κι αν πάρω 'γώ το κάστρο τι θα 'ν' τα δώρα μου;Πεζοί πολεμιστές ας είν' οι δούλοι σου) Τζαλ. -ΚΜΣ-ΚΠ342 Νεκεί έν’ ο Μηροϊδόνης
με διακόσια παλληκάρια, με σπαθιά και με κλοντάρια (Εκεί είναι ο Μηροϊδόνης
με διακόσια παλληκάρια, με σπαθιά και με κοντάρια) Ποτάμ. -ΚΜΣ-ΚΠ327
3. Συνεκδοχ., γενναίος, δυνατός, ηρωικός
Μισθ., Φάρασ.
:
Πολύ παλληκάρ' 'ντουν παππού τουν
(Πολύ παλληκάρι ήταν ο παππούς του)
Μισθ.
-ΑΠΥ-ΕΝΔ
Ογώ να ήdουμι παλλ’κάρ', ντου σ̑κυλί ντέ μι κατακώλανεν
(Αν εγώ ήμουν παλληκάρι, δεν θα με κυνηγούσε το σκυλί)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Ο ασλάνος έφυν, πόμεινεν παλληκάρι το σ̑οιρίδι
(Το λιοντάρι έφυγε, έμεινε παλληκάρι-νικητής το γουρούνι)
Σατ.
-Παπαδ.
|| Φρ.
Ατέ τη φορά να μη σ̑έσωμε, είμεστε παλληκάρε
(Αυτή την φορά αν δεν χέσουμε, είμαστε παλληκάρια˙ για περιστάσεις όπου η αποτυχία είναι προδιαγεγραμμένη)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Να δώσ', πάλ’ είσαι παλληκάρι· να φύς, πάλ’ είσαι παλληκάρι
(Αν δώσεις χτυπήματα, είσαι παλληκάρι· αν φύγεις, πάλι είσαι παλληκάρι˙ πρέπει κανείς να ξέρει να δρα επιθετικά ή να υποχωρεί ανάλογα με την περίσταση)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
Συνών.
άντρας :3, ασλάν, γιγίτι :1, καρδιακός, σαχίν :4
Τροποποιήθηκε: 04/09/2025