ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φσάχι (ουσ. ουδ.) ουσ̑άχ [u'ʃax] Φάρασ. φσ̑άχι̂ [ˈfʃaxɯ] Αξ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ. φσ̑άχι [ˈfʃaçi] Φάρασ. φσ̑άχ' [ˈfʃax] Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ. φτσ̑άχ' [ftʃax] Ανακ. φσ̑άγι [ˈfʃaʝι] Φλογ. Γεν. Εν. φσ̑αγιού [fʃaˈʝu] Ουλαγ. φσ̑εγιού [fʃeˈʝu] Αραβαν., Ουλαγ. φσ̑άχου [ˈfʃaxu] Τελμ. φσ̑αχού [fʃa'xu] Αξ., Μισθ. Πληθ. φσ̑άχια [ˈfʃaça] Γούρδ. φσ̑άχα [ˈfʃaxa] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φλογ. φσ̑άχ̇ε [ˈfʃaxe] Φάρασ. φσ̑άγια [ˈfʃaʝa] Ουλαγ. φσ̑άγα [ˈfʃaɣa] Σίλατ. φσ̑έγια [ˈfʃeʝa] Αραβαν. φσ̑έα [ˈfʃea] Αραβαν., Ουλαγ. φσ̑άα [ˈfʃaa] Δίλ., Μισθ. Από το τουρκ. ουσ. uşak = α) παραγιός β) αγόρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. uşah. Για την λ. βλ. Janse & Wandewalle (2020).
1. Μικρό παιδί ανεξαρτήτως φύλου κυρίως ως απόγονος κάποιου ό.π.τ. : Έδεσεν τσ̑η ναίκα τ' και το φσ̑άχι τ' σε σεράνdα αλόγου πράδια (Έδεσε τη γυναίκα του και το παιδί του στις οπλές σαράντα αλόγων) Τελμ. -Dawk. Πήγε, είπε σα φσ̑άχια (Πήγε, είπε στα παιδιά) Γούρδ. -Dawk. Ένα χερίφος έγισ̑γκε ένα φσ̑άχ' (Ένας άντρας είχε ένα παιδί) Ουλαγ. -Dawk. Είχεν τρία φσ̑άχα (Είχε τρία παιδιά) Αξ. -Dawk. Είσ̑ε τρία φσ̑άχε (Είχε τρία παιδιά) Φάρασ. -Dawk. Έγισ̑γκε ερυό φσ̑έα (Είχε δύο παιδιά) Ουλαγ. -Dawk. Κειόταν ένα άντρα και ναίκα, και φσ̑άχα δεν είχανε (Ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα και παιδιά δεν είχαν) Φλογ. -Dawk. Ένα βασ̑ιλέγας είχα ένα ναίκα, και φσ̑άχα δεμ μποίκεν (Ένας βασιλιάς είχε μία γυναίκα και παιδιά δεν μπορούσε να κάνει) Σίλατ. -Dawk. Το φσ̑άχι φοήθη (Το παιδί φοβήθηκε) Φάρασ. -Dawk. Ήσανε ρυό φσ̑έα (Ήταν δύο παιδιά) Αραβαν. -Dawk. Εκείνο κρούισ̑κε το φσ̑άχι τ' (Εκείνη χτυπούσε το παιδί της) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Φσ̑αγιού ντο κάφτημα ντε πέρνασε (Του παιδιού ο πυρετός δεν πέρασε) Ουλαγ. -Κεσ. τ͑υφλούτ' φσ̑αχού ντου μάτ' (Τυφλώνεται του παιδιού το μάτι) Μισθ. -Κωστ.Μ. Τ' εμόν τα φσ̑άχα (Τα δικά μου παιδιά) Σίλ. -Κωστ.Σ. Τα φσ̑άχα ζούλευεν ντα (Τα παιδιά τα ζήλευε) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. Ντου φσ̑άχ τσείδι αστενάρ', ντέ να πάει σκόλεια (Το παιδί είναι άρρωστο δε θα πάει στο σχολείο) Μισθ. -Κοτσαν. Ήτουν α νοματ’ς ε’ είσε τρία φσ̑άχ̇ε (Ήταν ένας άνθρωπος που είχε τρία παιδιά) Φάρασ. -ΚΜΣ-Θεοδ. Το φσ̑άγι μου σο νανούδ' είναι (Το παιδί μου στην κούνια του ειναι) Φλογ. -ΚΕΕΛ 1361 || Φρ. Ένι ασλάν κιbί φσ̑άχ̇ι (Είναι σαν λεονταριού παιδί˙ για γενναίο νεαρό άνδρα) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. Σ̑ηκώνω φσ̑άχ (Σηκώνω παιδί˙ Βαφτίζω παιδί) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Συνών. τσοτσούκι
2. Ειδικότ., γιος ό.π.τ. : Ένα βασ̑ιλέγας είχεν τρία φσ̑άγα (Ένας βασιλιάς είχε τρεις γιούς) Σίλατ. -Dawk. Ετούτα μέτσ̑ια και τα βρακιά το μόν το φσ̑άχου να 'ενούν ντουν (Αυτές οι φανέλες και τα παντελόνια θα μπορούσε να είναι του γιου μου) Τελμ. -Dawk. Ύστερα γιολάτ'σεν πάλι το φσ̑άχι τ' (Ύστερα έστειλε τον γιο του ξανά) Αξ. -Dawk. Φσ̑εγιού ντο ψ̑ύχ' σικίλ'σε (Η πρόθεση του γιου ήταν υπερβολική) Ουλαγ. -Dawk. || Φρ. Σου κορ'τζού κρουν τσ̑αι παίρουν, σου φσ̑αχού χαπάριν τζ̑ο 'χουν (Στου κοριτσιού δίνουν και παίρνουν, στου αγοριού χαμπάρι δεν παίρνουν˙ στο σπίτι του κοριτσιού έχουνε μεγάλες χαρές επειδή πιστεύουν εσφαλμένα ότι ο γάμος είναι τελειωμένη υπόθεση, ενώ στο σπίτι του παλικαριού δεν έχουν είδηση (Για περιπτώσεις όπου κάποιος έκανε σχέδια, ενώ οι άλλοι υποτιθέμενοι εμπλεκόμενοι ούτε που τον σκέφτονταν) Φάρασ. -Λουκ.Λουκ. || Παροιμ. 'γώ φτένω τα βάτι σα φσ̑άχ̇ε μ': όνdουνους κορίτσι 'α πάρει, να κούσει το σάσι τ'ς τσ̑αι στέρου ν'dα πάρει (Εγώ αφήνω εντολή στους γιους μου: Οποιανού κορίτσι θα πάρει, να ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει˙ να μην παντρευτεί κανείς πριν γνωρίσει αρκετά καλά τη γυναίκα του) Φάρασ.
3. Νεαρός άντρας Φάρασ. : 'γώ αdέ του φσ̑αχού του παλληκαρού τον κελέ 'αν ντα κεστουρντίσω (Εγώ αυτού του νεαρού άντρα το κεφάλι θα το κόψω) Φάρασ. -Dawk.