φσάχι
(ουσ. ουδ.)
ουσ̑άχ
[u'ʃax]
Φάρασ.
φσ̑άχι̂
[ˈfʃaxɯ]
Αξ., Ουλαγ., Σινασσ., Τελμ., Φάρασ.
φσ̑άχι
[ˈfʃaçi]
Φάρασ.
φσ̑άχ'
[ˈfʃax]
Ανακ., Αξ., Αραβαν., Αραβ., Γούρδ., Δίλ., Μαλακ., Μισθ., Ουλαγ., Σεμέντρ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Τσαρικ., Φλογ.
φτσ̑άχ'
[ftʃax]
Ανακ.
φσ̑άγι
[ˈfʃaʝι]
Φλογ.
Γεν. Εν.
φσ̑αγιού
[fʃaˈʝu]
Ουλαγ.
φσ̑εγιού
[fʃeˈʝu]
Αραβαν., Ουλαγ.
φσ̑άχου
[ˈfʃaxu]
Τελμ.
φσ̑αχού
[fʃa'xu]
Αξ., Μισθ.
Πληθ.
φσ̑άχια
[ˈfʃaça]
Γούρδ.
φσ̑άχα
[ˈfʃaxa]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Σίλατ., Σίλ., Τελμ., Φλογ.
φσ̑άχ̇ε
[ˈfʃaxe]
Φάρασ.
φσ̑άγια
[ˈfʃaʝa]
Ουλαγ.
φσ̑άγα
[ˈfʃaɣa]
Σίλατ.
φσ̑έγια
[ˈfʃeʝa]
Αραβαν.
φσ̑έα
[ˈfʃea]
Αραβαν., Ουλαγ.
φσ̑άα
[ˈfʃaa]
Δίλ., Μισθ.
Από το τουρκ. ουσ. uşak = α) παραγιός β) αγόρι, όπου και διαλεκτ. τύπ. uşah. Για την λ. βλ. Janse & Wandewalle (2020).
1. Μικρό παιδί ανεξαρτήτως φύλου κυρίως ως απόγονος κάποιου
ό.π.τ.
:
Έδεσεν τσ̑η ναίκα τ' και το φσ̑άχι τ' σε σεράνdα αλόγου πράδια
(Έδεσε τη γυναίκα του και το παιδί του στις οπλές σαράντα αλόγων)
Τελμ.
-Dawk.
Πήγε, είπε σα φσ̑άχια
(Πήγε, είπε στα παιδιά)
Γούρδ.
-Dawk.
Ένα χερίφος έγισ̑γκε ένα φσ̑άχ'
(Ένας άντρας είχε ένα παιδί)
Ουλαγ.
-Dawk.
Είχεν τρία φσ̑άχα
(Είχε τρία παιδιά)
Αξ.
-Dawk.
Είσ̑ε τρία φσ̑άχε
(Είχε τρία παιδιά)
Φάρασ.
-Dawk.
Έγισ̑γκε ερυό φσ̑έα
(Είχε δύο παιδιά)
Ουλαγ.
-Dawk.
Κειόταν ένα άντρα και ναίκα, και φσ̑άχα δεν είχανε
(Ήταν ένας άντρας και μία γυναίκα και παιδιά δεν είχαν)
Φλογ.
-Dawk.
Ένα βασ̑ιλέγας είχα ένα ναίκα, και φσ̑άχα δεμ μποίκεν
(Ένας βασιλιάς είχε μία γυναίκα και παιδιά δεν μπορούσε να κάνει)
Σίλατ.
-Dawk.
Το φσ̑άχι φοήθη
(Το παιδί φοβήθηκε)
Φάρασ.
-Dawk.
Ήσανε ρυό φσ̑έα
(Ήταν δύο παιδιά)
Αραβαν.
-Dawk.
Εκείνο κρούισ̑κε το φσ̑άχι τ'
(Εκείνη χτυπούσε το παιδί της)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Φσ̑αγιού ντο κάφτημα ντε πέρνασε
(Του παιδιού ο πυρετός δεν πέρασε)
Ουλαγ.
-Κεσ.
τ͑υφλούτ' φσ̑αχού ντου μάτ'
(Τυφλώνεται του παιδιού το μάτι)
Μισθ.
-Κωστ.Μ.
Τ' εμόν τα φσ̑άχα
(Τα δικά μου παιδιά)
Σίλ.
-Κωστ.Σ.
Τα φσ̑άχα ζούλευεν ντα
(Τα παιδιά τα ζήλευε)
Αξ.
-Μαυρ.-Κεσ.
Ντου φσ̑άχ τσείδι αστενάρ', ντέ να πάει σκόλεια
(Το παιδί είναι άρρωστο δε θα πάει στο σχολείο)
Μισθ.
-Κοτσαν.
Ήτουν α νοματ’ς ε’ είσε τρία φσ̑άχ̇ε
(Ήταν ένας άνθρωπος που είχε τρία παιδιά)
Φάρασ.
-ΚΜΣ-Θεοδ.
Το φσ̑άγι μου σο νανούδ' είναι
(Το παιδί μου στην κούνια του ειναι)
Φλογ.
-ΚΕΕΛ 1361
|| Φρ.
Ένι ασλάν κιbί φσ̑άχ̇ι
(Είναι σαν λεονταριού παιδί˙ για γενναίο νεαρό άνδρα)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
Σ̑ηκώνω φσ̑άχ
(Σηκώνω παιδί˙ Βαφτίζω παιδί)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Συνών.
τσοτσούκι
2. Ειδικότ., γιος
ό.π.τ.
:
Ένα βασ̑ιλέγας είχεν τρία φσ̑άγα
(Ένας βασιλιάς είχε τρεις γιούς)
Σίλατ.
-Dawk.
Ετούτα μέτσ̑ια και τα βρακιά το μόν το φσ̑άχου να 'ενούν ντουν
(Αυτές οι φανέλες και τα παντελόνια θα μπορούσε να είναι του γιου μου)
Τελμ.
-Dawk.
Ύστερα γιολάτ'σεν πάλι το φσ̑άχι τ'
(Ύστερα έστειλε τον γιο του ξανά)
Αξ.
-Dawk.
Φσ̑εγιού ντο ψ̑ύχ' σικίλ'σε
(Η πρόθεση του γιου ήταν υπερβολική)
Ουλαγ.
-Dawk.
|| Φρ.
Σου κορ'τζού κρουν τσ̑αι παίρουν, σου φσ̑αχού χαπάριν τζ̑ο 'χουν
(Στου κοριτσιού δίνουν και παίρνουν, στου αγοριού χαμπάρι δεν παίρνουν˙ στο σπίτι του κοριτσιού έχουνε μεγάλες χαρές επειδή πιστεύουν εσφαλμένα ότι ο γάμος είναι τελειωμένη υπόθεση, ενώ στο σπίτι του παλικαριού δεν έχουν είδηση (Για περιπτώσεις όπου κάποιος έκανε σχέδια, ενώ οι άλλοι υποτιθέμενοι εμπλεκόμενοι ούτε που τον σκέφτονταν)
Φάρασ.
-Λουκ.Λουκ.
|| Παροιμ.
'γώ φτένω τα βάτι σα φσ̑άχ̇ε μ': όνdουνους κορίτσι 'α πάρει, να κούσει το σάσι τ'ς τσ̑αι στέρου ν'dα πάρει
(Εγώ αφήνω εντολή στους γιους μου: Οποιανού κορίτσι θα πάρει, να ακούσει τη φωνή της κι ύστερα να την πάρει˙ να μην παντρευτεί κανείς πριν γνωρίσει αρκετά καλά τη γυναίκα του)
Φάρασ.
3. Νεαρός άντρας
Φάρασ.
:
'γώ αdέ του φσ̑αχού του παλληκαρού τον κελέ 'αν ντα κεστουρντίσω
(Εγώ αυτού του νεαρού άντρα το κεφάλι θα το κόψω)
Φάρασ.
-Dawk.