ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φσοντάμενος (ουσ.) φσονdάμενος [fsonˈdamenos] Φάρασ. φσοτάμενος [fsoˈtamenos] Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. σφένδαμνος ή από το αρχ. επίθ. σφενδάμνινος = από σφένδαμο, με μετάθ. στο αρκτ. συμφ. σύμπλ., και ανομοιωτ. αποβολή του πρώτου [n] (στην περίπτωση του σφενδάμνινος).
Σφένδαμος