φσοντάμενος
(ουσ.)
φσονdάμενος
[fsonˈdamenos]
Φάρασ.
φσοτάμενος
[fsoˈtamenos]
Φάρασ.
Από το αρχ. ουσ. σφένδαμνος ή από το αρχ. επίθ. σφενδάμνινος = από σφένδαμο, με μετάθ. στο αρκτ. συμφ. σύμπλ., και ανομοιωτ. αποβολή του πρώτου [n] (στην περίπτωση του σφενδάμνινος).
Σφένδαμος