ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτειριάρης (επίθ.) φτειριάρ' [ftiˈrʝar] Αξ., Μαλακ., Μισθ. φτσ̑ειριάρ' [ftʃiˈrʝar] Αραβαν., Γούρδ. Πληθ. φτειριάρα [ftiˈrʝara] Μαλακ. Από το μεσν. επιθ. φθειριάρης.
Ψειριάρης ό.π.τ. Συνών. μπιτλούς