φτειριάρης
(επίθ.)
φτειριάρ'
[ftiˈrʝar]
Αξ., Μαλακ., Μισθ.
φτσ̑ειριάρ'
[ftʃiˈrʝar]
Αραβαν., Γούρδ.
Πληθ.
φτειριάρα
[ftiˈrʝara]
Μαλακ.
Από το μεσν. επιθ. φθειριάρης.