φτέρνημα
(ουσ. ουδ.)
αφτέρνημα
[aˈfternima]
Σινασσ.
φτέρνουμα
[ˈfternuma]
Μισθ.
Από το ρ. φτερνίζω, όπου και τύπ. φτερνώ, και το παραγωγ. επίθμ. -μα.
Κέντρισμα αλόγου με τις φτέρνες
ό.π.τ.