ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτενός (επίθ.) φτενός [fteˈnos] Σινασσ. φτενό [fteˈno] Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ. Αρσ. Πληθ. φτενοί [fteˈni] Φάρασ. Μεσν. επίθ. φτενός, το οπ. από το αρχ. επίθ. πτενός < πτηνός = ελαφρός σαν φτερό με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt] > [ft].
1. Λεπτός, ψιλός ό.π.τ. : Φτενά ξ̑ύλα και μαλαχτά έχω πολλά (Ψιλά ξύλα και ξερές κοπριές έχω πολλές) Αραβαν. -Φωστ.-Κεσ. Το ζουνάρ' μ' αν και έν' φτενό, μα ασ' το μετάξι και μακρύ 'ναι (Το ζωνάρι μου αν και είναι ψιλό, είναι όμως από μετάξι και μακρύ) Γούρδ. -Καράμπ. Συνών. ψιλός
2. Μτφ., επιφανειακός, ρηχός : || Ασμ. Στρίγξ’ ο Άγιος τις Χριστενοί
μην φανούν σην πίστη φτενοί
( Φώναξε ο Άγιος τους Χριστιανούς
να μην φανούν στην πίστη τους ρηχοί)
Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ.
Συνών. γιαϊβάν
3. Ως ουσ., λεπτή πίτα ψωμιού Μισθ., Φλογ. Πβ. λαβάσι, σεπέ