φτενός
(επίθ.)
φτενός
[fteˈnos]
Σινασσ.
φτενό
[fteˈno]
Αξ., Αραβαν., Γούρδ., Μαλακ., Σίλατ., Φερτάκ., Φλογ.
Αρσ. Πληθ.
φτενοί
[fteˈni]
Φάρασ.
Μεσν. επίθ. φτενός, το οπ. από το αρχ. επίθ. πτενός < πτηνός = ελαφρός σαν φτερό με ανομ. τρόπου άρθρ. [pt] > [ft].
1. Λεπτός, ψιλός
ό.π.τ.
:
Φτενά ξ̑ύλα και μαλαχτά έχω πολλά
(Ψιλά ξύλα και ξερές κοπριές έχω πολλές)
Αραβαν.
-Φωστ.-Κεσ.
Το ζουνάρ' μ' αν και έν' φτενό, μα ασ' το μετάξι και μακρύ 'ναι
(Το ζωνάρι μου αν και είναι ψιλό, είναι όμως από μετάξι και μακρύ)
Γούρδ.
-Καράμπ.
Συνών.
ψιλός
2. Μτφ., επιφανειακός, ρηχός
:
|| Ασμ.
Στρίγξ’ ο Άγιος τις Χριστενοί
μην φανούν σην πίστη φτενοί ( Φώναξε ο Άγιος τους Χριστιανούς
να μην φανούν στην πίστη τους ρηχοί) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. γιαϊβάν
μην φανούν σην πίστη φτενοί ( Φώναξε ο Άγιος τους Χριστιανούς
να μην φανούν στην πίστη τους ρηχοί) Φάρασ. -Θεοδ.Τραγ. Συνών. γιαϊβάν