ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτερνίζω (ρ.) φτερνίζω [fterˈnizo] Φλογ. φτερνίσκω [fteˈrnisko] Αξ. φτερνώ [fteˈrno] Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ. αφτερνώ [afteˈrno] Σινασσ. αφτερνίζω [afterˈnizo] Σινασσ. Αόρ. φτέρνισα [ˈfternisa] Φλογ. φτέρσα [ˈftersa] Μαλακ. Από το μεταγν. ρ. πτερνίζω Ο τύπ. φτερνίζω νεότ. (Λεξ. Σομ.) Ο τύπ. αφτερνώ με ανάπτ. προθετ. [a].
1. Κεντρίζω το άλογο ή το γαϊδούρι με τα σπιρούνια ή τις φτέρνες ό.π.τ. : Bου σερίμ φτέρνισεν το άλογο, και ναίκα έγινε πουρτσ̑ίμια (Τότε έδωσε σπιρουνιά στο άλογο και η γυναίκα έγινε κομμάτια) Φλογ. -Dawk. 'γάλια φτερνάς τ' άλογο (Χωρίς πίεση να κεντρίζεις το άλογο (για να μην τρέξει)) Αξ. -Μαυροχ. Φτέρνανα, κάλλιβα,τσίμπανα δου, φτέρνανα να πάου να χερίσουμ' (Το φτέρνιζα, το καβάλαγα, το τσίμπαγα, το φτέρνιζα να πάω να θερίσουμε) Μισθ. -ΑΠΥ-Καρατσ. || Φρ. Γάλεψε και φτέρνα (Καβάλησε και κέντρισε το άλογο˙ Καβάλησε και φύγε) Σινασσ. -Βλασ.
2. Καλπάζω, τρέχω με άλογο Μισθ., Φλογ. : Γιαπούϊσιν ’ς άλουγου απάν' τσι φτέρνανι (Κόλλησε πάνω στο άλογο και έτρεχε) Μισθ. -Κοτσαν.
β. Και αμτβ., για άλογα και γαϊδούρια, τρέχω Μισθ. : Φτερνάει τ’ άλογο πολύ (Το άλογο τρέχει πολύ ) Μισθ. -ΚΜΣ-ΚΠ242 Κρούιξαμ' ντ΄ άλούγαδα μι ντου γαμτσίχ' να φτερνίσ'νι μπα̈́ρτσ̑α (Χτυπάγαμε τα άλογα με το καμουτσίκι για να τρέξουν γρήγορα ) Μισθ. -Κοτσαν.
3. Βιάζομαι Μισθ.