φτερνίζω
(ρ.)
φτερνίζω
[fterˈnizo]
Φλογ.
φτερνίσκω
[fteˈrnisko]
Αξ.
φτερνώ
[fteˈrno]
Αξ., Μαλακ., Μισθ., Φλογ.
αφτερνώ
[afteˈrno]
Σινασσ.
αφτερνίζω
[afterˈnizo]
Σινασσ.
Αόρ.
φτέρνισα
[ˈfternisa]
Φλογ.
φτέρσα
[ˈftersa]
Μαλακ.
Από το μεταγν. ρ. πτερνίζω Ο τύπ. φτερνίζω νεότ. (Λεξ. Σομ.) Ο τύπ. αφτερνώ με ανάπτ. προθετ. [a].
1. Κεντρίζω το άλογο ή το γαϊδούρι με τα σπιρούνια ή τις φτέρνες
ό.π.τ.
:
Bου σερίμ φτέρνισεν το άλογο, και ναίκα έγινε πουρτσ̑ίμια
(Τότε έδωσε σπιρουνιά στο άλογο και η γυναίκα έγινε κομμάτια)
Φλογ.
-Dawk.
'γάλια φτερνάς τ' άλογο
(Χωρίς πίεση να κεντρίζεις το άλογο (για να μην τρέξει))
Αξ.
-Μαυροχ.
Φτέρνανα, κάλλιβα,τσίμπανα δου, φτέρνανα να πάου να χερίσουμ'
(Το φτέρνιζα, το καβάλαγα, το τσίμπαγα, το φτέρνιζα να πάω να θερίσουμε)
Μισθ.
-ΑΠΥ-Καρατσ.
|| Φρ.
Γάλεψε και φτέρνα
(Καβάλησε και κέντρισε το άλογο˙ Καβάλησε και φύγε)
Σινασσ.
-Βλασ.
2. Καλπάζω, τρέχω με άλογο
Μισθ., Φλογ.
:
Γιαπούϊσιν ’ς άλουγου απάν' τσι φτέρνανι
(Κόλλησε πάνω στο άλογο και έτρεχε)
Μισθ.
-Κοτσαν.
β.
Και αμτβ., για άλογα και γαϊδούρια, τρέχω
Μισθ.
:
Φτερνάει τ’ άλογο πολύ
(Το άλογο τρέχει πολύ
)
Μισθ.
-ΚΜΣ-ΚΠ242
Κρούιξαμ' ντ΄ άλούγαδα μι ντου γαμτσίχ' να φτερνίσ'νι μπα̈́ρτσ̑α
(Χτυπάγαμε τα άλογα με το καμουτσίκι για να τρέξουν γρήγορα
)
Μισθ.
-Κοτσαν.
3. Βιάζομαι
Μισθ.