φτιρέ
(ουσ. ουδ.)
φτιρέ
[ftiˈre]
Ανακ., Μαλακ., Φλογ.
φτιρά
[ftiˈra]
Φλογ.
ιφτιρέ
[iftiˈre]
Δίλ.
Από το τουρκ. διαλεκ. ουσ. fitire = μονάδα μέτρησης ισοδύναμη με το 1/ 4 του τεκενέ.
Μεγάλο δοχείο για δημητριακά ή όσπρια και η αντίστοιχη μονάδα όγκου ισοδύναμη με 24 οκάδες
ό.π.τ.
:
Γεννημάτ' το φτιρέ
(Το δοχείο μέτρησης του καρπού)
Ανακ.
-Κωστ.Α.
Δίνισ̑καμ’ ένα ιφτιρέ πιλιάρ’
(Δίναμε ένα φτιρέ σίκαλη)
Δίλ.
-ΙΛΝΕ 887