φτηνούτσικος
(επίθ.)
φτηνούσκο
[ftiˈnusko]
Φάρασ.
Από το επίθ. φτηνός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος. Πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. φτενούτζικος (Λεξ. Σομ.).
Φθηνός και μικρός (σε μέγεθος)
Φάρασ.
:
Ηύρα α φτηνούσκο qάζα
(Βρήκα μιά φθηνή, μικρή χήνα)
Φάρασ.
-Dawk.