ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτηνούτσικος (επίθ.) φτηνούσκο [ftiˈnusko] Φάρασ. Από το επίθ. φτηνός και το παραγωγ. επίθμ. -ούτσικος. Πβ. τον ήδη νεότ. τύπ. φτενούτζικος (Λεξ. Σομ.).
Φθηνός και μικρός (σε μέγεθος) Φάρασ. : Ηύρα α φτηνούσκο qάζα (Βρήκα μιά φθηνή, μικρή χήνα) Φάρασ. -Dawk.