ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτέρνα (ουσ. θηλ.) φτέρνα [ˈfterna] Αξ. Ουδ. φτέρνα [ˈfterna] Γούρδ. Από το μεσν. ουσ. φτέρνα, το οπ. από το αρχ. ουσ. πτέρνα με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft].
Φτέρνα ό.π.τ. Συνών. κότσι, τοπούχι
Τροποποιήθηκε: 27/08/2024