φτέρνα
(ουσ. θηλ.)
φτέρνα
[ˈfterna]
Αξ.
Ουδ.
φτέρνα
[ˈfterna]
Γούρδ.
Από το μεσν. ουσ. φτέρνα, το οπ. από το αρχ. ουσ. πτέρνα με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft].