φτάρσιμο
(ουσ. ουδ.)
φτάρσ̆ιμο
[ˈftarʃimo]
Αξ.
Από το ρ. φταρνίζουμαι, όπου και ενεργ. τύπ. φτάρω, και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.