ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φταρνίζομαι (ρ.) φταρνίζουμαι [ftarˈnizume] Αξ., Γούρδ. φταρνίζουμι [ftarˈnizumi] Μαλακ. φταρνίσ̑κομαι [ftarˈniʃkome] Ανακ. φταρνίσκουμι [ftarˈniskumi] Μισθ. Αόρ. φταρνίστα [ftarˈnista] Ανακ., Μαλακ. Αόρ. φτερνίστα [fterˈnista] Αραβαν., Γούρδ. Ενεργ. φταρνίσ̑κω [ftarˈniʃko] Αξ. φτάρω [ˈftaro] Ανακ., Σινασσ. Αόρ. έφταρα [ˈeftara] Μισθ. Από το νεότ. ρ. φταρνίζομαι (Λεξ. Σομ.), το οπ. από το αρχ. ρ. πτάρνυμαι, με ανομ. τρόπου άρθρωσης [pt] > [ft] και μεταπλ. σε -ίζομαι ή -ίσκομαι. Ο τύπ. φτάρω από το θ. αορ. ἔ-πταρ-ον.
Φτερνίζομαι ό.π.τ.