φτειρίζω
(ρ.)
φτειρίζω
[ftiˈrizo]
Αξ., Μισθ., Σινασσ., Φερτάκ., Φλογ.
φτσ̑ειρίζω
[ftʃiˈrizo]
Αραβαν.
Αόρ.
φτσ̑είρ'σα
[ˈftʃirsa]
Αραβαν.
Παθ.
φτειρίζομαι
[ftiˈrizome]
Σινασσ., Φλογ.
Παθ.
φτειρίζουμαι
[ftiˈrizume]
Φερτάκ.
φτσ̑ειρίζουμαι
[ftʃiˈrizume]
Αραβαν.
φτειρίζουμι
[ftiˈrizumi]
Μαλακ.
τειρίθουμαι
[tiˈriθume]
Φάρασ.
Αόρ.
φτειρίστα
[ftiˈrista]
Μαλακ.
Από το αρχ. ρ. φθειρίζομαι με ανομ. ως προς τον τρόπο άρθρωσης [fθ] > [ft]. Οι τύπ. φτσ̑ειρίζω και φτσ̑ειρίζουμαι με τροπή [t] > [tʃ]. Ο τύπ. τειρίθoυμαι με απλοποίηση συμφωνικού συμπλ. [ft] > [t].
Ψειρίζω, σκοτώνω τις ψείρες
ό.π.τ.
:
Κνίθεται τζ̑αι τειρίθεται
(Ξύνεται και ξεψειρίζεται)
Φάρασ.
-Dawk.
Φτσ̑είρ'σεν ντο
(Την ψείρισε)
Αραβαν.
-Dawk.
Τράν'σεν κι το τανά κονιδιάσεν, κάτσεν ένα χατρά να φτειρίσ’ τζάχ στο γαϊδούρ από πίσου
(Είδε ότι το μοσχάρι γέμισε κόνιδα, έκατσε λίγο να το ψειρίσει ακριβώς πίσω από το γαϊδούρι)
Μισθ.
-Pernot.Gall.