ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτερό (ουσ. ουδ.) φτερό [fteˈro] Γούρδ., Μαλακ., Μισθ., Φάρασ., Φλογ. φτερού [fteˈru] Φάρασ. Πληθ. φτερά [fteˈra] Ανακ., Αξ., Φάρασ. Από το αρχ. ουσ. πτερόν· ο τύπ. φτερό μεσν.
1. Φτερούγα, φτέρωμα Γούρδ., Μαλακ., Φάρασ. : Ήρτεν, qαρντιέσε τα φτερά ντου, ποίdζ̑εν ντα στσ̑άιδι (Ήρθε, άνοιξε τα φτερά της, έκανε σκιά) Φάρασ. -Dawk. Κάνισ̑καν κολ κολ και τα φτερά τουνε έτσι άνοιζαν τα και φσάληνάν τα ((ενν. οι χήνες) φώναζαν κολ κολ και έτσι άνοιγαν και έκλειναν τα φτερά τους) Ανακ. -Κωστ.Α. || Παροιμ. Με τ' χώρας τα φτερά το πετ-τάν' αψά πέφτ' (Με ξένα φτερά όποιος πετά γρήγορα πέφτει˙ Ο καθένας πρέπει να βασίζεται στις δικές του δυνάμεις) Αξ. -Μαυρ.-Κεσ. || Ασμ. Εζ Γιώργκης τσι έζ Δρεμήτης είνdαι αρά
σου Χριστού την εικόνα έχουνε φτερά
(Ο Άι-Γιώργης και ο Άι-Δημήτρης είναι γεροί
στου Χριστού την εικόνα έχουν φτερά)
Φάρασ. -ΕΚΠΑ 2142
2. Φτερό Μισθ., Φάρασ. : Του μερμητζ̑ού το φτερό (Το φτερό του μυρμηγκιού) Φάρασ. -Dawk. Έπαρ' ιτά ντου φτερό μ' (Πάρε το πούπουλό μου) Μισθ. -Dawk. Πήρεν α φτερού τζ̑’ αν γκόμα άλειμμα (Πήρε ένα πούπουλο και λίγο λίπος) Φάρασ. -Dawk. || Φρ. Γέναμ' φύλλα και φτερά (Γίναμε φύλλα και φτερά˙ Σκορπίσαμε σαν τα φύλλα και τα φτερά που παρασέρνει ο άνεμος) Ανακ. -Κωστ.Α.
Συνών. τζιγάρ, κανάτι