φτύσιμο
(ουσ. ουδ.)
φτύσιμου
[ˈftisimu]
Μαλακ., Μισθ.
φτσύσιμο
[ˈftsisimo]
Γούρδ.
φτσ̑ύσιμο
[ˈftʃisimo ]
Αραβαν.
φτσ̑ύσιμα
[ˈftʃisima]
Σίλ.
Από το νεότ. ουσ. φτύσιμον, το οπ. από το μεσν. ρ. φτύνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.