ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φτύσιμο (ουσ. ουδ.) φτύσιμου [ˈftisimu] Μαλακ., Μισθ. φτσύσιμο [ˈftsisimo] Γούρδ. φτσ̑ύσιμο [ˈftʃisimo ] Αραβαν. φτσ̑ύσιμα [ˈftʃisima] Σίλ. Από το νεότ. ουσ. φτύσιμον, το οπ. από το μεσν. ρ. φτύνω και το παραγωγ. επίθμ. -σιμο.
Φτύσιμο κυρ. ως έκφραση περιφρόνησης ή αποδοκιμασίας : Εκείνους σέλει φτσ̑ύσιμα (Εκείνος θέλει φτύσιμο) Σίλ. -Κωστ.Σ. Συνών. μπαγλάμ, φτύσμα