φύγωμα
(ουσ. ουδ.)
φύγουμα
[ˈfiɣuma]
Φάρασ.
Από το θ. φυγ- του ρ. φεύγω και το παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ωμα > -ουμα.