ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυλάγνημα (ουσ. ουδ.) φυλάγνημα [fiˈlaɣnima] Ουλαγ. φυλάκνημα [fiˈlaknima] Αραβαν. Από το ρ. φυλάω, όπου και τύπ. φυλάγνω και φυλάκνω με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
1. Φύλαγμα, φύλαξη αντικειμένου ό.π.τ. Συνών. φύλαγμα :1
2. Αναμονή, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν περιμένει κάποιον ή κάτι ό.π.τ. : Εκεινό με το φυλάγνημα ντεν έρεται (αυτόν με τον να τον περιμένεις, δεν έρχεται) Ουλαγ. -Κεσ. Συνών. γκιοζλέτημα :1