φυλάγνημα
(ουσ. ουδ.)
φυλάγνημα
[fiˈlaɣnima]
Ουλαγ.
φυλάκνημα
[fiˈlaknima]
Αραβαν.
Από το ρ. φυλάω, όπου και τύπ. φυλάγνω και φυλάκνω με παραγωγ. επίθμ. -μα, όπου και τύπ. -ημα.
2. Αναμονή, η κατάσταση στην οποία βρίσκεται κάποιος όταν περιμένει κάποιον ή κάτι
ό.π.τ.
:
Εκεινό με το φυλάγνημα ντεν έρεται
(αυτόν με τον να τον περιμένεις, δεν έρχεται)
Ουλαγ.
-Κεσ.
Συνών.
γκιοζλέτημα :1