φυλαχτήρι
(ουσ. ουδ.)
φυλαχτήρ'
[filaˈxtir]
Ποτάμ.
Aπό το αρχ. ουσ. φυλακτήριον.
Φυλαχτό
Τροποποιήθηκε: 24/06/2023