ΚΕΝΤΡΟΝ ΕΡΕΥΝΗΣ ΤΩΝ ΝΕΟΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΙΑΛΕΚΤΩΝ ΚΑΙ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ - Ι.Λ.Ν.Ε.

ΙΣΤΟΡΙΚΟ ΛΕΞΙΚΟ TΩΝ ΙΔΙΩΜΑΤΩΝ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ

φυσεμένος (επίθ.) φυσεμένο [fiseʹmeno] Σινασσ. Πιθ. από την μτχ. φυσιωμένος = φουσκωμένος, υπερήφανος του μεταγν. ρ. φυσιοῦμαι.
Ωραίος : Ένα μέρος μπετέρ %iφυσεμένο%i, όλο τσάμια (Ένα μέρος πολύ όμορφο, όλο πεύκα) Σινασσ. -Τακαδόπ. Να σε χαρώ, νόσουν ένα μπετέρ φυσεμένο παλληκάρι (Να σε χαρώ, έγινες ένα πολύ ωραίο παλληκάρι) Σινασσ. -Τακαδόπ.