φυσεμένος
(επίθ.)
φυσεμένο
[fiseʹmeno]
Σινασσ.
Πιθ. από την μτχ. φυσιωμένος = φουσκωμένος, υπερήφανος του μεταγν. ρ. φυσιοῦμαι.
Ωραίος
:
Ένα μέρος μπετέρ %iφυσεμένο%i, όλο τσάμια
(Ένα μέρος πολύ όμορφο, όλο πεύκα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Να σε χαρώ, νόσουν ένα μπετέρ φυσεμένο παλληκάρι
(Να σε χαρώ, έγινες ένα πολύ ωραίο παλληκάρι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.