φυσεμένος
(επίθ.)
φυσεμένο
[fiseˈmeno]
Σινασσ.
Πιθ. από την μτχ. φυσιωμένος = φουσκωμένος, υπερήφανος του μεταγν. ρ. φυσιοῦμαι αλλά πβ. ν.ε. διαλεκτ. αφύσευτος = που δεν έχει καλούς τρόπους, καλή ανατροφή (Θράκη, Ίμβρος), το οποίο, σύμφωνα με το ΙΛΝΕ (λ. ἀφύσευτος) ανάγεται στο αμάρτ. *φυσεύω.
Ωραίος
:
Ένα μέρος μπετέρ φυσεμένο, όλο τσάμια
(Ένα μέρος πολύ όμορφο, όλο πεύκα)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Να σε χαρώ, νόσουν ένα μπετέρ φυσεμένο παλληκάρι
(Να σε χαρώ, έγινες ένα πολύ ωραίο παλληκάρι)
Σινασσ.
-Τακαδόπ.
Συνών.
καλός :1, Αντίθ
άσκημος :1
Τροποποιήθηκε: 15/10/2025